Φίλε μου Λιμπόπο με τα καθαρά νερά,
ο ήλιος πολιορκεί, προχωρεί ακάθεκτος,
θέλει να διασχίσει τα μάτια μου,
ο ήλιος θα στεγνώσει και τα μάτια μου·
Ενώ εγώ σχεδίαζα πάντοτε όνειρα,
στο μάθημα της Γεωγραφίας,
πάνω στα γέρικα μεγάλα ποτάμια –
φίλε μου Λιμπόπο με τα καθαρά νερά,
όταν θα πλησιάσεις στη θάλασσα,
θυμήσου εμένα που σε πίστευα,
έπασχα και θρηνούσα στην κοίτη σου,
θυμήσου εμένα που πίστευα ακόμη
μέσα στην έρημο.
*Από τη συλλογή “Ποιήματα της καλής ελπίδος”, Αθήνα 1963.
