Πέτερ Πάουλ, θα ‘χεις πεθάνει.
Πέρασαν πολλά χρόνια κι ήσουνα ήδη σχεδόν γέρος.
Θυμάναι ο μακρύ σου σώμα πώς κατάπινε του δρόμους.
“Δεν θ’ ασφαλιστώ ποτέ” μου είπες
στο χείλος ενός μπουκαλιού
με τα ερπετά να σου δαγκώνουν την καρδιά.
“Κι αν δεν βρίσκω σκέπη να κοιμηθώ – καλή ώρα –
μακριά απ’ τπυς ανθρώπους
ο ίσκιος τους είναι γλυκύτερος”.
Η Αφροδίτη με μια λεπτή κορδέλα μου έζωνε το μέτωπο
σα δαχτυλίδι γύρω απ’ το αίνιγμα του κόσμου.
Κι ενώ χόρευα στη “Σπηλιά”
λυνόταν η κορδέλα.
-Έχεις τα πιο λυπημένα μάτια που είδα ποτέ μου.
Μια λευκή νύχτα διέσχιζα τη Χάουπστρασσε
με τον Ντάνιελ, δεκαεννιά χρονών μισεμένο πορτοκάλι
ξαφνικά του έγινα άγνωστη ξένη
κι άρχισε να κρύβεται μες στον γιακά του
κι ήμασταν φίλοι δύο δευτερόλεπτα πριν
κρύωνε κι έτρεμε
λευκή νύχτα,
νύχτα της Χαϊδελβέργης, δεν έφυγα
μέχρι το πρωί.
Μ’ αποχαιρέτησε λέγοντας “μείνε όπως είσαι”.
Γκρεμούς ανοίγει ανάμεδα
σ’ εμένα και τους ανθρώπους
αυτό που είμαι.
Ό,τι θυμάστε από ‘μένα,
λίγο ή πολύ αλήθεια ή ψέμα φυλάξτε το
κι όταν ο θάνατος μάς πιει τον ύπνο της ζωής
ο αέρας θα τραγουδά με χίλιους τρόπους
πως δεν υπήρξαμε
