ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ
ΙΙ.
Μνήμη Γιώργη Παυλόπουλου
Ένας άντρας τραγουδάει
στο απέναντι γιαπί,
σπάνια τραγούδι ολόκληρο
μια δυο στροφές
και το ρεφραίν μονάχα.
Κι αυτός ο ήχος ο ξερός καθώς καρφώνει τις σανίδες
κρατάει τον άντρα τον ημίγυμνο
αιχμάλωτο στον ήλιο, τη μελωδία αιχμάλωτη
στον ίδιο τον καημό της.
Εκεί στο ίδιο οικόπεδο στα ταπεινά του δένδρα
φώλιαζε ένα αηδόνι.
Το αηδονάκι πάει πια
κι ο μάστορας θα φύγει.
Ανέλπιστο και το δικό του το κελάηδημα,
ανέλπιστο στην πόλη
το αηδόνι.
*
ΜΑΝΝΑ
Ι.
Γελούσαν οι μεγάλοι, τον πειράζανε.
-Τί θα λες άμα πεθάνει η μάννα σου;
-Πω-πω, μαννούλα μου…
Γέλαγε η μάννα και τον χόρευε στα πόδια της
γέλαγε και κείνη.
Πάντα σκιάς ασθενέστερα
πάντα ονείρων απατηλότερα
η μάννα του κοιμήθηκε βαριά
μες στα κεριά μες στα λουλούδια.
Άντρας σαραντάρης πια
ίδιος της Μάνης τα βουνά
την παραστέκει βουρκωμένος.
Στο πλάι ο πατέρας του συντετριμμένος τύραννος.
Χαρτοπαιξία, δανεικά, ούτε τον έβλεπε το σπίτι.
Εκείνη όμως καρδιά υπομονετική
εξαρχής τον είχε συγχωρήσει.
Καρδιά παλιάς γυναίκας υπομονετική κι ευρύχωρη,
χώρεσε, βάσταξε πολλά
και ξάφνου χθες βαρέθηκε τις αλλαγές του κόσμου.
Όταν πια την έραναν με λάδι και με χώμα,
ο γιος της στέναξε ασυναίσθητα την παλιά του υπόσχεση
και εγώ ήρθα πίσω στις αυλές και στα παλιά τα γέλια.
Σα να στενάξαν τα βουνά.
Και μαζί του άκουσα
όλους τους γιους του κόσμου.
*Από τη συλλογή “Διηγήματα”, εκδ. Μεταίχμιο.
