Γυρεύω έναν τόπο
έναν ήσυχο τόπο κάτω από ίσκιο πεύκου ή συκιάς
ένα σκαμνί
νερό
γαλήνη να σκεπάζει τη γη κι ένα αεράκι χλωμό να τη σηκώνει
εκεί θα σε ζωγραφίσω μέσα στο πλήθος ονομάτων
το σύκο θα σκάει από λάβρα γινωμένο
και, όπως το μέλι του θα δραπετεύει από τους σπόρους
και το χείλος της πληγής
θα σέρνω τα πινέλα στο χώμα τον άνεμο και το πηγάδι με τα νερά
έπειτα στο χαρτί που θα κάμπτεται από το φορτίο
οι γραμμές σαν κίτρινα κεφάλια βρώμης θα γέρνουν
σε χωράφι της Κωπαΐδας
φίδια θα μπλέκονται στη γάμπα μου
ένα θα με τσιμπήσει
τότε με όλο το δηλητήριο αντλημένο
θα βάλω φωνή στη ζωγραφιά τη δύναμη από το κρώξιμο ενός τσα-
λαπετεινού και μιας φραγκόκοτας
σκούξιμο από γεράκι
το κλάμα της φώκιας
και το αερικό του μπούφου
στα κλωνιά του πεύκου τα δειλινά των καλοκαιριών
που χάθηκαν στον χρόνο
πιστεύω πως τότε θα ησυχάσω κι αμέσως σιγουρεύω πως λέω ψέματα
κι οι δυο μας γνωρίζουμε την αλήθεια:
τώρα πια δεν μας χρειάζεται ο χρόνος
κι είμαστε σβησμένοι στα μάτια των παιδιών και των ερώτων
θόλοι από πέτρες που νήστεψαν όλο τον έρωτα που τους δινόταν
για τον μοναδικό που ποθούσαν να μη συναντήσουν χορτασμένοι
ποτέ μην ακούσεις στη φωνή που θα σε καλεί να επιστρέψεις
θέλω να σ’ αγαπώ ως το θάνατο
*Από τη συλλογή “Solidago”, έκδοση Καλλιτεχνικό Σωματείο Έβδομο Βήμα, Αθήνα, 2018.
