Χρίστος Ε. Παλαιοπάνος, Τότε μάλλον που ξεναγεί τη δύναμη

Oswaldo Guayasamin, Lagrimas de Sangre (1973)

Στη νιωσμένη δάγνωση των αβάδιστων στίχων
μώλωπας άσσος αντραλεύει
ψάχνοντας
για το όνομα της ασώριαστης φρίκης
κείνη η ανάσα
πεθυμιά· συνερχόμενος

να κινηθεί συν τοις άλλοις
και το όραμα του ορίζοντα στο δικό του. “Κεφαλή
ορθή”. Η πύλη
του δείκτη
τα ζύγια της
“τούτο το τάραγμα”
σχεδιάζοντας
το διάβα του
πέρα

κει που προς πιότερο

σε ποιον υπόλοιπο τόπο; συρίζει ο ξαφνικός ορίζοντας
“στη λιμνούλα με τα βατράχια γλιστρά
η ουρά των καυσαερίων ενός βομβαρδιστικού”
και της επιτυχίας η μανούλα στα περιζήτητα κέντρα

the place is jumping

εξαίσια
το στόμα χουφτώνοντας
κρανίων στο τελείωμά τους – “αχ”. Αλλά έλα διάολε

η απορία της γης για τα εξωτικά που ονειρεύεται
μ’ ανοιχτά τα σκέλη
λυμένη; μια ζόρικη μέρα χαρά θεούλη όντας
ξέστρατος στο οξύμωρο του χαμού στην κατάφαση
και σκοτισμένα

στο διάνα τους τα αφάλια ναι

μάννα μου γίνου
ένθεα ζουμιά της κι αθεΐα της
πόρος της κι ανομία της
ναι

βρες κεφαλή χείμαρρε τώρα
μέσα
τόσα περισσότερα των χειμάρρων σου και των δικών σου συμπάντων
έλα
και τα κυκλάμινα κι οι αστοχίες και τ’ άδοξα μιλημένα
απ’ όλα
κι ανατολής και δυτικό το παραπλήρωμα ευλογάει

νά το έδαφος και νά οι παρασυρμένες σκάλες
(να των ανεβασμένων μεταλυρών οι κεφαλαιοκέφαλες πιλάλες)
(βρεθείτε χνάρια
ιεραρχημένα
στο χείμαρρο τώρα) – νά τ’ ανέστιο βυζορρώι της ιστορίας
και σώπα να

τα ανάκτορα της απορίας

που γλωσσιάζονται και διεκδικούν και ψάλλονται κι αλλάζουν –
στο διάνα τους τα αφάλια – και ξαναλλάζουν και χαμός
λαβή
ζωή
ανήκει η φρίκη ζηλεύει ο χρόνος ανήκουν τα μάγια

και τ’ αχ μαζί καθώς πεινά
το σαρκοβόρο φόντο της πλώρης πεινά κι η μετρημένη απόσταση
ληστής κι όντως των γεγονότων
κι άλλα θεριά με διαβήματα τραχιά το αίμα ονομάζεται αρνείται
παρορμάει
στο διάνα τους τα αφάλια

ανήθικα
με τους σπόνδυλους του πιοτού π’ αγριεύουν καθώς
ολόβολα θορυβούν για το έμπα
της διάχυσης ανάσας στην ανάσα – ύστερα θα καούν τα σάλια δικέ μου

εδώ

κι όχι πιο πάνω από δω που γενναιόδωρα τρέχουν
να φτάσουν υγρέ μου
τη μάρκα του ουρανού που κάλλιστη σαρώνει
και “λίγο ακόμα”
και ξέρουμε εμείς
λίγο ακόμα
σχεδόν

“κατάδικέ μου” –

της περπατημένης απώλειας

που ανανεώνει στη μπόρεση του έργου πάνω
ανθρωπιές
τα χείλη που κρούουν το συχώριο τους καταγινόμενα
με εκείνον
που ξέρουμε εμείς

στο βάθρο του
όπου οι στέφανοι δεν σταματούν να σώνουν
δεν σταματούν να αφρίζουν
νομίσματα για έρωτα και ξέρουμε εμείς
λίγο ακόμα
ποιος μετρημένος θαυμαστός
με νόημα
τι ξέχειλος
εδώ

δεινά και πρώτα
γλαυκώνοντας
ουράνια τα χέρια

πειστικά: στην αντηλιά μουγκρίσματα
δε σταματά να ρίχνει τρομάζουν τα βατράχια
σκούζουν στην όρεξη δεν αγνοείται απαντά – τέχνη καλή
δεν απαντά λογιάζει ανήκει ο θεός ανήκει ο σκοπός

ψυχοπομπός – δε σταματά

μέσα του να ανήκει

τέχνη μέσα καλή – (αυτομολεί)
δε σταματά

καλά τα βολεύει

καλύτερα να βολευτεί στα άριστα μάτια για τα βάθρα ψηλά…

…σχεδόν ψηλά
επιδέξια

στο γύρω γύρω όλοι
σαν νυχτώνει
ο μάγκας με το συγύρισμά του
ψάχνοντας
για το όνομα της ασώριαστης “αιτίας”
κείνη η ανάσα
πεθυμιά: μ’ αεροπλάνα
που το μίσχο του αγέρα
δεν καταφέρνουν
μήτε άλεκτη ξαστεριά
με κτήματα
που άρα τους

στ’ αβάσταχτο
η Γυναίκα ιδρωμένη λούζεται. Θα φτιαχτεί θα χρυσωθεί
και πάλι θα λουστεί
παράξενε της μορφής μου
άλλωστε
και παρά τους ουρανο-ξύστες μας
κόσμος πρόναος και ομφαλοί πιο πρόναοι πάντα – καζάντι

η μανούλα
το χάνει το ψάχνει
τραγουδισμένος τραγουδά ξεναγεί
και τραβιέται
(η φλέβα γλυκιά)
δε βρίσκει έλεος

στα ανάκτορα
νιωσμένη και τραβιέται
και λίγο ακόμα
και ξέρουμε εμείς – λίγο ακόμα
στο γύρω γύρω όλοι

στο όνειρο πως ρίχνεται
να βρει φωνή να αναρωτιέται

όνειρο
εδώ

γιατί;

*Από τη συλλογή “… ύστερα θα καούν τα σάλια”, εκδόσεις Ηριδανός, Μάος 2010.

Leave a comment