ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ λιτά προσευχόλογα
κι εναγισμούς κάναμε
στων νεκρών τα χαρακώματα.
Ανάψαμε φωτιές με των βουκόλων
τα λειψά μαδερένια στέγαστρα,
και φανήκαν οι διαπνοές
νύχτα στα καστανόδεντρα.
Γκρίζα δέρματα,
ανονόμαστες τρώγλες,
φιλημένα με γράμματα και στάχτη,
έπιναν μ’ ένα τεμαχισμένο όστρακο
του ξεροπόταμου τη δίψα.
Δεν έβλεπα κανενός την όψη,
να γράψω πάνω του τη φυγή.
Όλοι είχαν ένα βλέμμα
διαταχτικό στις κοιμισμένες τους ψυχές.
Τα τελευταία λόγια
ήθελαν να ορίζουν την Ειρήνη
στο δικό τους χώμα.
Στου απολογισμού τη μνήμη,
καταγράψαμε σ’ ένα κιτρινωπό φύλλο
όλα τα ειδώλια μιας βροχής.
Θα μάθουμε να οδοιπορούμε και λίγοι,
θα μας πουν αργότερα τα χελιδόνια.
Τα φτερά κάπου μένουν
για του γυρισμού το κρύο.
Γίνονται αμίαντη φωλιά
πάνω απ’ τα δικά μας
βαθιά χαρακώματα.
*“Επί γης ειρήνη”, έκδοση “Δίπτυχο”, Αθήνα 1983.
