«Δεν θα συμβεί τίποτα», σκέφτηκε εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα όταν βγήκε απ’ την κάμαρα του. Περπάτησε όπως πάντα αρκετά, χαιρέτησε κάνα δυο γνωστούς και σταμάτησε για κάμποση ώρα στο γνώριμο σημείο κοιτάζοντας τη θάλασσα.
Οι γάτες ήρθαν και τριβόταν στα πόδια του, άρχισε να τις μιλάει-λες και ήξεραν τα μυστικά όλου του κόσμου. «Εμείς κάποια στιγμή φεύγουμε χωρίς να έχουμε μάθει σχεδόν τίποτα», σκέφτηκε.
Έπειτα από λίγο βρήκε μια καφετέρια, ήταν η μέρα που οι παρέες συγκεντρωνόταν και έβλεπαν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Φωνές, καβγάδες και βλέμματα καρφωμένα στην οθόνη. Του άρεσε να τους παρατηρεί. Χτύπησε το τηλέφωνο του.
«Αγαπητέ και αυτό το καρναβάλι είναι υπέροχο! Σε δύο μέρες επιστρέφουμε και ανυπομονούμε να σε ξαναδούμε. Να γράφεις ε; Μη σταματήσεις ποτέ.»
«Κι εγώ ανυπομονώ.»
Υπήρχε γύρω μια γλυκιά θλίψη, ίσως πράγματι να ζούσε σ’ ένα όνειρο. Πόσοι και πόσοι είχαν γράψει γι’ αυτό. Γλυκιά θλίψη. Ναι.
Επέστρεψε αργά τη νύχτα. Άνοιξε το παράθυρο και λίγο πριν κοιμηθεί έγραψε αυτές τις γραμμές. Δεν είχε συμβεί τίποτα. Περίπου.
Ένα ξεχασμένο ραδιόφωνο
σ’ αυτήν εδώ την πόλη
περπατώ με τις ώρες
μιλάω στις γάτες
και χαϊδεύω τα κύματα
λίγο πριν επιστρέψω σπίτι
με περιμένει το γνώριμο τραπέζι
ο Γιώργος θα φέρει τον καφέ
«έγραψες τίποτα όσο καιρό είσαι εδώ;»
«όχι, Γιώργο»
«ο κόσμος πάει κατά διαόλου ε;»
«πάντα πήγαινε»
ανοίγω την εφημερίδα
«το πανέμορφο μοντέλο Λέβι Ντίλαν
είναι εγγονός του Μπομπ»
χα!
αργότερα
ξεκινώ για το δωμάτιό μου
κάποτε σ’ αυτό έμενε
ένας Φινλανδός μπεκρής
όταν έφυγε άφησε
το ραδιόφωνό του
τ’ ανοίγω και ακούω για τις
διαδηλώσεις
εναντίον του νέου πλανητάρχη
κλείνω το παράθυρο και λίγο πριν
έρθει ο ύπνος
κοιτάζω το χαρτί μου
Γιώργο
κάτι έκανα
Βαθύ 22-1-2017
