Νικολέττα Σίμωνος, Δύο ποιήματα

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΙΙ

Τα Χριστούγεννα φωνάζουν
με τις εορταστικές ιαχές και τα πλουμίσματα
τον ερχομό τους
κι οι αρλεκίνοι του δρόμου χαρίζουν στο
τσουχτερό της νύχτας αγέρι
το χαμόγελο εκείνο το πλατύ που
δεν μπορεί τη θλίψη του να κρύψει

Παιδιά του κόσμου όλου
παιδιά του κόσμου του δικού μας και του άλλου
φωτίστε με τα μάτια σας τους γεμάτους
μοναξιά και απόγνωση ατέρμονους δρόμους

Γίνετε εσείς της γης τα αστέρια
Εσείς γίνετε και τα χαμόγελα του ουρανού

Και δείτε την καρδιά σας κόκκινα ν’ ανθίζει ρόδα σαν εκείνα του μαγιού
Δεκέμβρη μήνα

*

ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Κάποτε κάποιο βρέφος χόρταινε με την άχνα των ζώων
του στάβλου.
Αγαλλιαζόταν που ‘νιωθε ζεστασιά, φροντίδα, θαλπωρή
από ζώα κι από ανθρώπους.

«Φυσικά και θα τους πάρουμε τα δώρα τους.
Να μη νιώσουν τα παιδιά μας Χριστούγεννα;»,
ακούστηκε ο γονιός.

Και κάπως έτσι ξεκινά η πορεία προς τον υλισμό.
Και κάπως έτσι ξεκινά η πορεία προς της ουσίας την απαξίωση.
Ανθρώπινα πράματα.
Και το παιδί δεν χάνει την παιδικότητά του.
Μα το παιδί χάνει την αθωότητά του.

Μια μπάλα, μια κούκλα, θέλω να δωρίσω στο παιδί εκείνο
που θα την εκτιμήσει σαν θείο δώρο στη ζωή του
και θα πάρει μια χαρά ίσαμε το σύμπαν όλο.

Γιατί τούτο το παιδί να περάσει αναγκάστηκε
με επιτυχία την πορεία του προς την ουσία των πραγμάτων.

Σε ένα τέτοιο παιδί θέλω να προσφέρω φέτος τα Χριστούγεννα το δώρο μου.
Μια κούκλα δικιά μου παλιά και πολύτιμη από τα παιδικάτα μου.

Leave a comment