ΕΚΣΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε
σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.
Μʼ ένα όνειρο ακατάβλητο
στʼ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.
*
ΕΦΕΥΓΕ ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Έφευγε κείνο το συννεφιασμένο απόγευμα.
Και ξάφνου σηκωθήκανε φτερά
–φτερά μια φορά–
που μετεωριζόντουσαν για λίγο στον αέρα
φεύγοντας πίσω του μετά.
Καμπάνες φρένιασαν.
Άνοιξαν τα σύννεφα στα δύο
κι ένας ήλιος που στραφτάλιζε
–περίεργο Δεκέμβρη μήνα–
πρόβαλε για νʼ αποχαιρετήσει
σα βασιλικός απεσταλμένος.
Κρύφτηκε μετά.
Έκλεισε πάλι ο ουρανός
κι άρχισε η βροχή.
Έπεφτε συνεχώς όλη τη νύχτα.
*Το πρώτο ποίημα είναι από την ποιητική ενότητα «Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε» (1956) του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής, 1998. Το δεύτερο ποίημα είναι από την ίδια ποιητική ενότητα της επιλογής «Ποιήματα», εκδόσεις Ερμής, 1977.
