την αγάπη σταύρωσε
με καρφιά δακρύων
τους αλλήλους κρέμασε
για θηλιές τα χέρια
ύστερα δίστασε
αντίκρισε είδωλο κενού
τι κι αν λυπήθηκες το άπειρο
πάντα ήλπιζες σε άλλους
αγάπη μόνο χάριζες
τώρα
πώς ν’ αγαπήσεις
τ’ άδειο
λοιπόν
δάγκωσε τη γλώσσα να κοπεί
θραύσε τις γνάθους να σταθούν
με ράμματα κέντησε τα χείλη
πνίξε τον λάρυγγα με νύχια
και ξύδι πότισε το στόμα
λεπτή δουλειά
το ξέρω
στοιχειό θνητό
μα είναι ο μόνος τρόπος
μην ακουστεί ούτε φθόγγος
κι αναστηθεί και πάλι
το ‘ως εαυτόν’
*Από τη συλλογή “Ο φόνος του λευκού”, Εκδόσεις Θράκα, 2017.
