Είναι νυχτιές
που τ’ άστρα αψηφούν
και τα μαυρίζουν,
και μόνο το φεγγάρι
καταδέχονται,
ολόγιομο, μες τα κλαδιά,
για να βαστιέται,
δριμύ και παγωμένο,
σα σιωπή,-σα θάνατος/
Είναι νυχτιές
που λύκος ομμοι-άζεις,
ξελιγωμένος,
από μια πείνα αβάσταχτη,
κρυφής ανάγκης,
-στην πόρτα του ψυγείου-
για κρέας νωπό,
κι η πλάση κρύβεται.
Σε τρέμει,-Σε φοβάται.
Μα είναι φορές
που και τα άστρα νικούν
και αναβοσβήνουν,
πάνω από το ταβάνι
και σ’ ορέγονται,
κάθε αδύναμη φορά,
που δε βαστιέται,
βάρος σχηματισμένο
στο λαιμό,-σαν κάματος/
Για λίγες στιγμές
που στα βουβά φωνάζεις,
και ιδρωμένος,
με μια δίψα αβάσταχτη,
άμεσης ανάγκης,
-στην πόρτα του ψυγείου-
για κρύο νερό,
και η κάψα μαίνεται.
Σε πνίγει.-Και κοιμάται.
*Από τη συλλογή «το 18», εκδόσεις Κύμα, 2018.
