ΈΛΕΥΣΙΣ - ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας
(στον Γιάννη Τ.)
Η πόλη μου είναι μια κραυγή
δεμένη σε ένα βράχο·
κατακόρυφα μεγαλώνει
οριζόντια μεγαλώνει
η κραυγή της πόλης μου
ήρθα και σου έφερα τα κλεμμένα
μα το κεφάλι σου ήταν
ασπίδα της βροχής
αντεστραμμένη
κατακόρυφα μεγαλώνει
οριζόντια μεγαλώνει
η ασπίδα σου
εγώ ας μικραίνω•
μια σφαίρα σαλιώνω
που έχει τον ιδρώτα σου
κι είναι μέταλλο ευγενές
είναι λευκόχρυσος
θα πάρει τη ζωή
που ποτέ δεν πρόσφερε
όλο ψέματα και χάδια
σε ένα πηγάδι
σθένους
στα χέρια εμείς πιανόμαστε
τα χέρια δίνουμε
άγνωστοι άνθρωποι
που μας δένει ο κοινός νεκρός
που τον βλαστημήσαμε
και τον επαινέσαμε
μα τώρα δεδικαίωται
καθώς
στο ναό παρείσφρησε
ένα αφρικανικό χελιδόνι
πάνω από το φέρετρο
πετά,
μαύρο φέρετρο
και λευκές δαντέλες
η κοιλιά του·
φωλιάζει
στο δεξί μάτι του Ιησού παντοκράτορος,
ταΐζει τους νεοσσούς του
μερικά σκουλήκια
που βρίθουν στο κοιμητήριο
παρά
το βραχώδες έδαφος·
δύσκολο για τους εκσκαφείς
δύσκολο και για τα…
View original post 8 more words