Ζωή Καραπατάκη, Τρία ποιήματα

Άλαδε, Μύσται

Ανησυχούσα για τον ύπνο σου
Περισσότερο από σένα
Τον είχα δει να σε φωτογραφίζει
Ενώ εσύ δεν ήθελες
Παρά τις κραυγές σου
Τις συσπάσεις του σώματος
Και τις βίαιες εκτινάξεις
Η φωτογράφιση γινόταν

Στον σκοτεινό θάλαμο
Ήμουν και εγώ
Βοηθούσα έφερνα τα απαραίτητα
Και συχνά σε κρατούσα ακίνητο
Για να βγεί καλύτερη
Η φωτογραφία

Ο ύπνος δούλευε όλη τη νύχτα
Αυτή άλλωστε ήταν η δουλειά του
Να προσηλώνεται στην εστίαση
Έπρεπε να χαρτογραφήσει περιοχές
Που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε
Παρά μόνον αυτός

Υπήρχε τόσο σκοτάδι

Άλλωστε την ημέρα καθαρμοί
Δεν γίνονται πια

***

Λάμπα θυέλλης

Καμμιά φορά
Το ποίημα έρχεται
Όταν είναι αργά για πράξεις ή για μετάνοια
Έρχεται σαν επανόρθωση
Έρχεται για να καλύψει
Το χώρο του βιωμένου κενού
Να εισχωρήσει τοποθετώντας

Στη θέση του μια μικρή σοφία

Και μια πικρή επιτελεστικότητα
Ύστερη βέβαια

Ανάβει το φως μιας
Λάμπας θυέλλης ο ποιητής
Που τρεμοπαίζει
Και βαδίζει ενώ
Το γεννηθήτω φως
Παραμένει κυρίαρχο

***

Τόσκα

Θα ζητήσω απ’ το θείο Βάνια
Ένα μικρό χώρο κοντά του
Να δουλέψουμε μαζί
Αυτός τους λογαριασμούς του
Για τα χωράφια κι εγώ τα δικά μου
Διάβασμα και ίσως γράψιμο
Αφού ταιριάζουμε….
Το λοιπόν καλύτερα
Να ‘μαστε παρέα
Έχοντας τη θαλπωρή της συντροφιάς
Και τα συνήθεια της μέρας

Τσάϊ το πρωί
Στη μία φαγητό όπως όλοι οι άνθρωποι
Το βράδυ δείπνο

Κάπου κάπου θα μπαίνει
Και η Σόνια

“Θ’ αναπαυτούμε, θ’ αναπαυτούμε
θ’ ακούσουμε τους αγγέλους
Θα δούμε ολόκληρο τον ουρανό
Σπαρμένο με διαμάντια
Το πιστεύω”

*Τόσκα: λέξη ρώσικη ουσιαστικά αμετάφραστη, ίσως νοσταλγία, βαρυθυμία, ερημιά.

**Από τη συλλογή “Ο παίκτης και το παίγνιο”, εκδ. Νησίδες.

Leave a comment