Είναι εκείνες οι λίγες,
οι ελάχιστες φορές
που γίνομαι καλάμι.
Φυσά μέσα μου ο άνεμος
κι αρθρώνω άγνωστές μου φωνές.
Είναι εκείνες οι λίγες στιγμές
που η φωτιά με δροσίζει,
το αίμα μου απλώνεται
σε χρυσές αποχρώσεις.
Νοιώθω τότε
σαν να είμαι εγώ ολόκληρη
του σύμπαντος μια φωτοτυπία.
*
Στο σώμα μου δίνω
σχήματα νέα.
Το ακουμπώ σ’ άλλα σώματα
ν’ αλαφρύνει το βάρος.
Το μοιράζω.
Το φθείρω.
Παθαίνει.
Κι όμως εκεί στο βάθος
(πέρα από κάθε συνθήκη)
φέγγει βουβή η ύλη του,
όχημα τρυφερό και μάταιο
όλο υπομονή κι υπόσχεση,
Σχεδόν γεμάτο αγάπη.
*
Να κύλαγα με την πρωινή δροσιά,
να χόρταινα μπουκιές του ήλιου,
να ήμουν κίνηση φτερούγας,
αεράκι στα χέρια της κλαίουσας,
η παύση στα μεσοδιαστήματα.
Η μέθη πριν τον τρύγο
να ήμουν ήθελα η χαρά
πριν από την αιτία,
ο ήχος πριν το χτύπημα,
το δάκρυ από την απώλεια πριν
και θάνατος να ήμουν ήθελα,
θάνατος δίχως εξορία.
*Από τη συλλογή “Ανέμου”, εκδ. Πλανόδιον, 1999.
