Άκουγα τη βροχή
να ρωτάει τη σιωπή
ποιο αδύναμο πάθος
συλλάβιζε και πέθαινε.
Το άπειρο άπλωνε
χρυσά και κόκκινα ρετάλια
μυρώνοντας τις πέτρες
δρόμων μακρινών.
Με κατοικούσαν τα όνειρα
που ευωδίαζαν μόσχο
την ώρα που τ’ ορμητικό ποτάμι
ανατάραζε τον ωκεανό.
Άκουγα τη βροχή
να ρωτάει τη σιωπή
πόσες λωρίδες δρόμων
έδεναν κόμπο την καρδιά.
Και η βροχή έκλαιγε…
σφουγγίζοντας τα μάτια της στον άνεμο
πάνω από γερτές στέγες
έρημων τόπων.
*Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου.
**Από την υπό έκδοση ανθολογία “Χτες Βράδυ Ήταν Έρωτας”.
