Λουκία Πλυτά, Δύο ποιήματα

ΣΥΜΒΙΩΣΗ

Καθε πρωί φοράω τα τακούνια μου
Μπαίνω στο αμάξι μου και τρέχω,
πριν με ρουφήξει το δεκάωρο,
να ταΐσω τις γάτες.

Η γειτόνισσα τινάζει την αγάπη.
Ο κύριος αντιγράφει τις κινήσεις μου.
Αποκλείεται να βρέξει, μου γνέφει συνθηματικά
και χάνεται βιαστικά πίσω από τις κουρτίνες.

Η κυρία φοβάται τους λεκέδες.
Εκείνος τη γυναίκα του.
Πατάω γκάζι και χάνομαι.
Οι γάτες χαμογελούν.

Ο ήλιος μας τυφλώνει.

***

ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ

Το μικρότερο βάρος
το κρατούσαν τα χέρια της
γι’ αυτό και τ’ άφηνε να φροντίζουν αδιάκοπα,
ενώ τ’ άλλα, τα ισχυρότερα,
τα φορούσε στην πλάτη
αλλά μη φανταστείς τίποτα περισσεύματα
ή κουρέλια
ήταν ανεξίτηλα τα σημάδια
και πριν ακόμα φυσήξει αέρας παγωμένος,
ξεκινούσε βουβό κλάμα
γιατί ένιωθε
νωρίτερα από το χαμό
τη συντριβή,
την παραλυσία,
το μούδιασμα
που θα προκαλούσε το αναπάντεχο.

*Από τη συλλογή “calcarea carbonica (μεταξύ βούλησης και επιθυμίας), Εκδόσεις Κύμα, Οκτώβρης 2017.

Leave a comment