ΑΤΙΤΛΟ
Τις Κυριακές, όταν ο ήλιος περπατάει πάνω τους
γεννιέται ένας χρόνος ουδέτερος
δεν δείχνει την ηλικία του,
δεν βιάζεται, δεν σπρώχνει στις στάσεις των λεωφορείων,
ορκίζεται πως είναι τόσο ασάλευτος
όσο φαίνεται
ορκίζεται πως τίποτα δεν υπονοεί.
Σαν χθες ήταν που τον κατοικούσε μια πρωτόπλαστη λύπη
και τώρα
γυαλίζουν οι σκεπές των σπιτιών
κι αχνίζει μια ομιλητική σιωπή
τέτοια που βγαίνει από σκοτεινές σοφίτες
όπου παλεύουν προαιώνια διλήμματα
εκεί που στα κρυφά μεγαλώνει ο έρωτας.
Και γίνεται αγάπη.
***
ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΛΕΙΔΩΝΕΙ Η ΛΥΠΗ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙ
Μια μικρή παύση
ανάμεσα σε δυο ανθρώπους,
στη σκιά της γλείφεις τις πληγές σου,
μετράς το μπόι σου με τους πεθαμένους
να δεις ποιος είναι πιο ψηλός στη μνήμη των ανθρώπων.
’Ολη τη μέρα χιόνιζε πάνω στη σιωπή,
μετά ήρθε ο ήλιος, έλιωσε τα χιόνια,
μα η σιωπή ήταν εκεί, άντεχε ακόμα.
Έτσι είναι σε μια αφόρητη λύπη.
Στεγνώνει το δέρμα της ψυχής, το δέρμα των ονείρων.
Αμμόλοφοι σκέψεων φυσώντας θα διαλυθούν
κι ο ξυλοκόπος των ονείρων θα διασκεδάσει την πλήξη του
πληρώνοντας σε τοπικό νόμισμα.
Τις νύχτες κλειδώνει η λύπη και φεύγει.
*Από τη συλλογή “Στρατός ξυπόλητων λέξεων”, Εκδόσεις Βακχικόν, 2018.