https://www.youtube.com/watch?v=7P3gTZdpd8E
Λ.Ζ΄
Σήμερα ο ήλιος καίει.
Κι ας μην τον άφησε η βροχή να κλείσει μάτι όλη την νύχτα.
Πώς να δικαιολογηθούμε που πάλι σκεφτήκαμε
το κάτασπρο καλοκαίρι στις αυλές και στις πλατείες;
Το κρυφτό στις αγκαλιές και στις αλάνες
το χνούδι του χειλιού και του ροδάκινου;
Πώς να δικαιολογηθούμε που φταίξαμε;
Λ.Η΄
Εξάγγελος και μύστης
στον θόλο της μεγάλης στοάς μπρος το θυσιαστήριο
των ψυχών κήρυκας κι απόστολος
είδα την αλήθεια.
Και πριν προλάβω να φωνάξω
έκρυψα τη φλόγα στην παλάμη μου
σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά
ώσπου μ’ ένα ρίγος σαν ανατριχίλα θανάτου
λιγόστεψε και χάθηκε.
Έτσι λοιπόν σβήνουν τα όνειρα!
Λ.Θ΄
Κάποτε θα γυρίσω απ’ το σκοτάδι
πατώντας με τ’ ακράνυχα στα όρια της νύχτας.
Θα’ χω το βλέμμα στυλωμένο στον λαιμό και στη ράχη σου
βλέφαρα μολυβοκάρφια βουτηγμένα στο πρώτο δάκρυ.
Θα τιναχτώ με ορμή και την σκιά λυμένη
βραχνάς και πνιγμονή
μέσα από τοίχους, ξύλα, σίδερα και μνήμες
σαβανωμένος κέρινος και σιωπηλός
σαν τελευταίος πόνος που δεν βρίσκει πια
τίποτα για να πονέσει.
Ψυχοπομπός του κόσμου και λυτρωτής.
Αν ήταν όλα μάταια, θα ήταν τουλάχιστον κάτι.
*Από την ενότητα “Λόγος Τέταρτος” του βιβλίου ‘Αναμνήσεις από τη χώρα των ηττημένων”.