Θωμάς Δ. Τυπάλδος, Πεθαμένοι / Ζωντανοί

Τώρα που οι ποιητές, από τον Όλυμπο για τα καλά έχουν κατεβεί,
τώρα που ο Ορφέας έκανε τον Άδη ερέβινο λημέρι,
ενώ η Ευριδίκη, κλώθει στις αρτηρίες της επωδούς κοντοκουρεμένους.
Τώρα το σώμα ατελέσφορα, με τάφους είναι στρωμένο.
Ουρητήρια που στις τρύπες τους μπεζ πηκτό υγρό μπολιάζει.
Η σύλληψη μιας ιδέας που εξανθήματα σαυροειδή εκθειάζει.

Το μεσημέρι, χτυπούν οι κάργες τα κεφάλια τους στης πυράς
το αυλάκι.
Μετά από πέντε αναστεναγμούς
δυο με έξι δεήσεις,
μια ιερομόναχη στέρηση, μια απέλπιδη ρίμα.

Αν στον παρακείμενο, υπερσυντέλικος χορταριάσει,
το ρήμα θα μείνει άβαφτο,
το ουσιαστικό, θα γυμνωθεί στα πόδια του επιθέτου.

Ένα φάρμακο αναρριχούμενο
– σε άναρχα βυζιά
– σε γυμνοσάλιαγκα σαλιέρα
στωϊκά, ένα σύνδρομο μαζοχιστικό
να βρει και ν’ απανθρακώσει.

Τώρα που τα ποιήματα βρήκαν στουπί,
τώρα που βρήκαν σπίρτα,
τώρα που βρήκαν το σθένος – την ορμή,
τώρα θα γίνει της πουτάνας.

Leave a comment