Το κοριτσάκι βγαίνει από το δέρμα μου
επτά και δέκα ακριβώς.
Ξεκρεμάει τα ερπετά απ’ το ταβάνι,
και τα περνάει στο χοντρό βελόνι.
Δεν με κοιτάζει ποτέ.
Αντιθέτως,
εγώ την παρακολουθώ
να κατεβαίνει στην άδεια στέρνα
και να κεντάει
τη μαύρη πεταλούδα
στο νυφικό μου.
(Κάποτε
θα ̕ναι Παρασκευή,
θα ̕χουν τελειώσει οι κλωστές
κι έξω θα βρέχει.)
