Μια μορφή μεγάλη ήταν ο Μουστάκιας,
καθότανε στου πάρκου τα παγκάκια
και έπαιρνε «μάτι»
τα ζευγάρια που δεν έβρισκαν
κάπου αλλού κρεβάτι.
Είχε αυτό το πάθος
και τριγύρναγε στο δάσος,
ψαχνόταν από δω και από κει
μπας και δει κάνα βρακί.
Κι όταν πετύχαινε το «μάτι»
από τη χαρά του το μουστάκι του
γινότανε πιο πηχτό.
Έπαιρνε και λάφυρα
κάνα σουτιέν, κάνα προφυλακτικό.
Μια μέρα μου είπε:
«Ποιητή, έχω ένα μεγάλο σχέδιο,
θέλω να γίνω ένα δέντρο,
να πηδιούνται στον αγέρωχο κορμό μου
και να βλέπω πιο καλά,
όσα κάνουν τα παιδιά.
Λοιπόν, θα το κάνω,
θα γίνω δέντρο,
με ασκήσεις, με γιόγκα και ό,τι άλλο,
κάτω από τα πυκνά φύλλα μου
το “μάτι” θα απολαμβάνω».
Μια μέρα τον είδα κάτω ξερό
με μαυρισμένα μάτια,
με γάζες στο λαιμό
και δίπλα του μια πατερίτσα,
ολόιδιος η γιαγιά μου η Λίτσα.
«Άσ’ τα Ποιητή, απέτυχα να γίνω δέντρο,
και εκεί που νόμιζα πως ήμουν
ένας τύπος ντουλάπα, δύο μέτρα,
με πλάκωσε στις κλοτσιές
σε ένα λεπτό
και, όπως βλέπεις,
με έκανε καλοκαιρινό!»
*Από το βιβλίο “Ποιητής ο Ξεροπούπουλος και άλλα κείμενα που διαβάστηκαν στις συναυλίες των Αέρα Πατέρα”, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Δεκέμβρης 2017.
