Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πως βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πως τρέμουν μην την χάσουνε και πως την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται – κωμικοτραγικές –
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
1901

