Ώρες
Που ακολουθείτε τη θεία σύμπτωση
Των δεικτών του μεσονυκτίου
Ελάχιστη σχέση σας κρατά
Στην τάξη του εικοσιτετραώρου.
Διασταλμένες κόρες της σχετικότητας
Φορτωμένες τους ήχους της σιωπής
Αντένες ευαίσθητες στραμμένες στο άπειρο
Δέκτες πικροί της αλήθειας του χάους.
Ώρες
Λιβάδια παρθένα κι ανέγγιχτα
Ξέσελο άτι ο νους
Σε κύκλους τριπόδισε και σπείρες ατέρμονες.
Πώς να διαβεί; Πού να στραφεί;
Ότι ο ήλιος αργεί
Κι ο αστέρας θαμπός μες στη σκόνη.
Ώρες
Δικαστές ανελέητοι
Τυλιγμένοι της νύχτας την τήβεννο
Ζωσμένοι της σιωπής το κύρος
Στην κρίση σας αναπότρεπτα προσπέφτω
Με βήματα οικειοθελή, σαν αυτόματα
Χωρίς τη βία ή τα όργανα της τάξης
Σ’ αυτή την περίεργη δίκη προσερχόμενος
Στην αίθουσα μόνος
Να δικαστώ, ενώπιος ενωπίω.
*Το ποίημα το πήραμε από τον Συντάκτη Αρθρογράφου.
