Άποκοιμιέται
μέ μιά μαύρη πινελιά
ή παπαρούνα.
Τον Οίκο ποθεί
κρυμμένο σεληνόφως.
“Αχαρη τύχη.
Τα δάκρυά μου
καρφώνουν τά άστέρια.
’Αχ, τό παρελθόν.
Σαν πορσελάνη.
Καί πηγαίνω στην μάχη
μέ τό άλογο.
Βουνά συννέφων.
Ό Βασιλιάς Ούρανός
μες στα ξέφτια του!
Ήρθε τό μαΰρο
ξεχτένιστο κοράκι.
Ό κτηματίας.
Τον μέγα Κόσμο
άδεια κελύφη τηρούν,
νωθρό ψαρόνι.
Δεν έχει στόμα
μάτια, αυτιά και μύτη.
Τραγουδά πάντως.
Σύννεφα-παιδιά
χτυπάνε παλαμάκια.
«’Αντίο, φίλοι.»
’Ώ δυστυχίες!
’Ώ των στητών λειψάνων
τρεμουλιάσματα!
Καλώς τήν μπόρα!
Πλέον οί μουγκοί έραστές
μόνο θά σωθούν.
Άδειο μέταλλο.
Κτυπώντας το σκέφτομαι
τό μοναστήρι.
Ή βροχή σιωπά.
Γράφει το χωρίς μέλλον
διήγημά της.
Τό κύμα σπρώχνει
ελάχιστο μυρμήγκι.
Γιατί γυρίζει;
Χθινοπώριασε.
Τό κρέας τής θάλασσας
ή μικρή άκτή.
Τό πυκνό πουλί…
Μέσα στο νερό
γυμνώθηκε τελικά.
’Ονείρων χλόες οί άστεφάνωτοι
παράλυτοι νεκροί
*Από τη συλλογή “Νερά Γελούνε”, Εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, 2017.
