Θανάσης Τζούλης, Τρία ποιήματα

page-03

Η γλώσσα του Αδάμ

Άνοιξε το κλουβί –το ποίημα

να ιδείς που οι λέξεις μένουν με ριζώματα

και αρμούς και ιδίως με εντελέχεια που τις ωθεί

κι όπως χύνονται από μέσα τους γλυκά νερά της γέννας

με τον πλακούντα να παραμερίζει μ’ άλλα τρύπια νέφη

γύρισε αθέατα το διακόπτη της Εκάτης

να αναδυθεί

το ποίημα φεγγαροπρόσωπο

και κάτω ο νερονόμος ποιητής ανάμεσα σε πουλολόγους

ή ο ποταμός Νείλος που με το φύσημα των νερών του

χάνουν οι αγρότες τους όχτους

γιατί η γεωμετρία του ποιήματος

έχει από μέσα της όρια

και με πέντε λέξεις και δυο ιχθείς του δάσους του

χορταίνουν οι ακτήμονες

Μόνο μην κλείνεις το κλουβί· ακούμπησε

τις χυμένες αισθήσεις σου στο άνοιγμα

κι άκουσε τι συμβαίνει στο στάβλο του το χάραμα

που η φύση ορίζεται από το φύλο της πρωτόγονα

κι η γλώσσα είναι του Αδάμ

***

Πως γέμισαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς
                          
στα τελευταία παιδιά
Να σας πω πως γέμισαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς

Εμείς παιχνίδια δεν είχαμε κι όμως όλη τη μέρα

το παιγνίδι έτρεχε απ’ όλες τις μεριές του κορμιού μας

ως τις πιο ορεινές άκρες του που ήταν

τα απαγορευμένα δέντρα με τα μεγάλα ζώα

στις κουφάλες τους
Εκεί παίζαμε το παραμύθι

με τον κόκορα στις φλέβες μας και τις φωνές του

χυμένες μέσα και το σκύλο να ορίζει το υπογάστριο

που αλυχτούσαν αλεπούδες με προβιές θηλυκές

Ύστερα κάποιος ξενοχωρίτης γέμισε τις φωνές του

με παιγνίδια μαλαματένια κι από λάστιχα και δέρματα θάμνων

βουτηγμένα σε λάδια και μπογιές

Γελάσαμε ως τ’ ακούσαμε που έβγαιναν κοπάδια

τα μαλαματένια παιγνίδια βουτηγμένα ως το λαιμό

στα λάδια για όλα τα νούμερα των χεριών

γιατί τέτοια δεν ξέραμε

κι όμως το παιγνίδι

δεν έλειπε από το αίμα μας

με τη μαγιά του ανοιχτή στις γειτονιές

χωρίς υπνοφύλακα
Όπως σφενδόνιζε τις φωνές μας βλέπαμε και μέλη του
κορμιού μας

που ακολουθούσαν και τις γύριζαν στα ριζώματά τους

τίποτε να μην είναι χαλασμένο

κι όλα να έχουν την αρτιμέλειά τους

με τις φωνές μας χυμένες στις παραφυάδες τους

κι όλα ήταν στο τώρα με το μετά στα ορεινά μας

που το ακούαμε να μυρίζεται τις φλέβες μας

Το απόγευμα που ακούσαμε το σφύριγμα

και ο κόκορας χωνόταν στα ορεινά

κι έπαιρνε τη θέση του μέσα στις φλέβες μας

με το σκυλί διπλωμένο στο υπογάστριο
για το παραμύθι

μετρηθήκαμε

λιγότεροι
κι άρχισε η μαγιά που ήταν ανοιχτή χωρίς υπνοφύλακα

να μπαγιατίζει

Έκλειναν οι κουφάλες στα δέντρα

κι ακούαμε τα σκυλιά που έσκουζαν παραχωμένα

κι όλα αυτά στο αίμα μας που έχανε τα ορεινά του

και κατέβαινε
κουρεμένο

κι αχαμνό
στο

στάβλο

Τότε τα αετόπουλα έγιναν κοτόπουλα

με τις κοιλιές τους αφημένες στα υγρά

και την έδρα τους στις δαχτυλιές

Θημωνιάζονταν τα παιγνίδια στα σπίτια

φρέσκα από τα άντερα των εργοστασίων

με προσχώσεις που γύριζαν όλους τους χυμούς μας

κι έπεφταν τα ορεινά

Παχαίναμε μαζί τους

με τις προσχώσεις στο υπογάστριο που μας έκλειναν

κι ανάμεσα ήταν σωρός από χέρια παχιά και ανάπηρα

που χόντραιναν
κάτω από γλίνες

Βλέπαμε που χάνονταν τα ορεινά μας

ανάμεσα σε ειδώλια βουτηγμένα σε λάδια

και μηχανικά πελώρια πλάσματα που κοίμιζαν το αίμα μας

ναρκωμένο στο υπνόχορτο

και γέμιζαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς

***

Ο Αισχύλος με το βράδυ γύρω του σαν περικάρπιο

                                         Της Τατιάνας Γκρίτση Μιλλιέξ

Λένε που ο Αισχύλος ήταν πάντα του υγρός

τόσο που οι λέξεις φύτρωναν

από μέσα του κι ήταν κλεισμένος στη γη του

με παχιά ζέστη σιτηρών μέσα του

που όπου άγγιζε ήταν σύλληψη

Το απόγευμα των μύρων έπεφτε στα οργωμένα

και μυρίζονταν μ’ άλλα ζωντανά

να βρει από ποιες ζυμώσεις έρχονται οι μυρουδιές

Οι κήποι είναι για αδύναμες οσφρήσεις έλεγε

κι έβγαινε με χωματόδερμα κλεισμένος στη γη του

και με παχιά ζέστη σιτηρών μέσα του

Αλλάζω το δωμάτιο με τον πρώτο στάβλο

να βαφτίσω τις μυρουδιές τα όργανα

και τις πράξεις τους

Και μάζευαν γύρω του τα παιδιά κομμάτια από αγρούς

που έπεφταν από μέσα του με φυσική αποδέσμευση
και καινούργιους γενέθλιους ήχους

Αφήστε το νέο μελίσσι

να κατοικήσει μέσα σας τον άκουαν

Κάποτε ακούμπησε την ασπίδα του

στα ριζώματα της μέρας κι ΕΓΡΑΦΕ

καλοτυχίζοντας τις χελώνες κι άλλα ποταμοπούλια

που χώνευαν τα αυγά τους σε εδαφοσχισμές

για να καρπίσουν σε παχιά ζέστη

Είναι τα φυτοπούλια που εμπιστεύομαι έλεγε

και πίσω από την όρθια ασπίδα του

που έπιανε τα ριζώματα της μέρας

κι έκλεινε τον ορίζοντα με φως που ΕΓΡΑΦΕ

περίμενε η νύχτα
να
τελειώσει

τη
γραφή
του

και ν’ αποσύρει την ασπίδα του με τον ορίζοντα

για να ‘ρθει γύρω του το βράδυ σαν περικάρπιο

*Το σχέδιο της ανάρτησης του ή της Hope Epoch είναι από το ιστολόγιο του περιοδικού Τεφλόν σε ανθολόγηση ποιημάτων του Θανάση Τζούλη στο τεύχος 4 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2010-2011) και σε επιμέλεια Γιώργου Πέππα και Αλέξανδρου Κορδά.

Thanasis Tzoulis-1

Leave a comment