Γιάννης Ζελιαναίος, Δύο ποιήματα

P9190011

Μια Σκυλίσια Νύχτα

Σ’ έναν άγριο δρόμο
έβγαλα το πουκάμισο έξω απ’ το παντελόνι
κοίταξα μην πατήσω κάνα περιστερόσκατο
μέτρησα λεφτά στην τσέπη
έβηξα γερά πριν μου σφυρίξει ο θάνατος
δε σε θυμήθηκα καθόλου
είπα στ’ αστέρι να μη μου πει την ώρα
χόρτασα μ’ ένα κουρέλι λασπουριά
ήπια σε καφενείο αγρίμι μπόμπα
και ύστερα
ομορφάντρας και γερός
ξέρασα στην μπουγάδα της απέναντι κυράς.
Σ’ έναν αγύρτη δρόμο
πίστεψα μια πουτάνα,
το παιδί που πέταγε το ύψωμα
καθώς δεν μου τον σήκωνε ακόμη
της γυναίκας μου η ψαριά
και στην κιλότα της αιωνιότητας
στης υπόσχεσης το κυνήγι
χαιρέτησα ένα φέρετρο
να δει πως είμαι εκεί.
Ήταν αυτό που λένε οι μουσικοί:
Μια σκυλίσια μέρα
ή ακόμα καλύτερα
Μια σκυλίσια νύχτα
σερνάμενη απ’ το λάρυγγα προφήτη
χεσμένου πάνω του
απ’ τα ξερακιανά
τα έξυπνα
θανάσιμα
προϊστορικά αστεία
που δε χορταίνουν
ποτέ
μα ποτέ
ένα κουρέλι δράμα,
μια ιδέα ακατανόητη,
ένα σύνθημα
που θα βγάλει ένα πουκάμισο,
θα βάλει τα σκουτιά στη θέση,
θα υψώσει άλλο ένα κουρέλι δράμα
και θα μετρήσει λεφτά στην τσέπη
έτσι
μπας και καταφέρει
να κεράσει
ακόμα ένα γύρο
όταν όλοι
περιμένουν πίσω απ’ την ίδια ουρά
καυλώνοντας
μ’ ένα τρένο
ξεροχυμένο
κι έτοιμο
να στρίψει μια βίδα που βροντοφωνάζει
«Αλληλούια»!
Με το δάχτυλο στο λαιμό, λοιπόν.
Με το δάχτυλο στο λαιμό.

***

Just like David Bowie

Πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα
κι απ’ τα ποτάδικα της πόλης
που ξέμειναν από ξομολόγους της υπομονής,
τις υποσχέσεις κοριτσιών
και μέσα από διαλείμματος ξεράσματα
ερασιτεχνών επίδοξων εραστών,
παραγγέλνω μια τελευταία μπύρα
κάμποση ώρα πριν ξημερώσει.
Πιο πέρα κι απ’ του σκώμματος την ευήθεια
να ζέχνει σχέσεις που πορεύουν
του μάγου νυχτοτρίφτη
με συμπαθητική βοήθεια τσιτάτων μουσικών
να ζητιανεύει κουνήματος σώμα
πριν ξεπορτίσει για ύπνο ήσυχο,
λέω το καλύτερό μου αστείο
στο μαύρο σκύλο που με καλοβολεύει.
Πιο πέρα κι από σπίτια
με τα χείλη στην εικόνα
ευχόμενα έναν καλύτερο χειμώνα
γεμάτο τερματισμένες αληταριές
και μπουχτισμένους μπελάδες
φρόνιμους κι αυτούς μπας
και ξεγελάσει την καλύτερη βραδιά,
παραπατώ χορεύοντας
μέσα από μια πλατεία
με τα ίδια παραπεταμένα παιδιά.
Πιο πέρα κι από εκεί που δεκάρα δε δίνω
στην απληστία που σπαταλάει την όρεξη
ή τουλάχιστον προσπαθώ
ν’ ανάψω ένα τσιγάρο,
ακούω τα λόγια να σέρνουν μακριά
μ’ ένα μπαστούνι στη γωνιά
και σαν ψοφόσκυλο λιμάρικο
βλέπω να με σκοτώνουν.
Πιο πέρα απ’ την κόντρα του σώματος
σαν καθαρίζεις ξεφτιασμένα παπούτσια της χρονιάς
και σκέφτεσαι πως οι άνθρωποι που σ’ αγαπούν
θα θέλουν πάντα κάτι άλλο,
ιδρώνω χωρίς κάτι να ‘χω πετύχει
μέσα σ’ αέρια και βήχα.
Πιο πέρα κι απ’ τα κορίτσια
που κλαίνε για ημερολόγια καμένα
με περιόδους καθοριστικούς
στα σκαλιά μιας αφρόντιστης αρχής
που μάθαινε την προσμονή
κι αγαπούσε το λευκό
σ’ ένα σχήμα πραγμάτων που ερχόταν
κι ένα διάφανο ποτό να τις δασκαλεύει,
φτάνω στου μόσχου τ’ αλκοολικού
την αφόρητη ρίμα.
σαν το παντελόνι ι
Πιο πέρα κι από εκείνα αγάπη μου
που σού ‘δειχναν οι άλλοι
να μαθαίνεις
ταγμένη τ’ άγημά τους να υπομένεις
κρατάω τσιγάρα βρώμικα,
μονάχα μην ξεμένεις.

*Από τη συλλογή “Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος”, Εκδόσεις Straw Dogs, Λευκωσία 2015.

**Η φωτογραφία της ανάρτησης είναι από το ιστολόγιο του ποιητή στο http://gianniszelianaios.blogspot.com

Leave a comment