ΕΙΔΗ
Λοιπόν
είμαστε η εποχή μας που ζούμε
Ή η μύξα της Σουηδίας
Αδιόρθωτο μολύβι αντιγράφει
Ό,τι συμβαίνει
Μέσα στην Μπάμπουσκα ο Σαμουράι
Διαπρέπει
Γιαπωνέζικο στέμμα
Καμικάζι που ξεχνάνε τα λόγια
Όλα τα δέντρα μιας τεράστιας χώρας
Δεμένη Σειρήνα στο κρεβάτι
Απόκρυφη αηδία, στεναχώρια
Καιρός σαν σάρκα παλιού
Ναυαγού από ένα στειρωμένο μάτι κοιτάζει
Ο ένας ρήτορας τον άλλον
Γελωτοποιοί, ζώνες ασφαλείας
Ολόκληρα μέρη παίζονται
Με τα γέλια κανείς δεν αλλάζει
Φωτιά, υποθετικά χαμόγελα, μόνο κυρίες για τα αγόρια
Βασιλιάδες παραμονεύουνε σαν σκλάβοι
Οι θεατρίνοι ανατινάζονται πάνω στο βαμβάκι
Η μάνα του Άμλετ
Καταβρέχει τις μπουγάδες του Σαίξπηρ
Στα στενά σοκάκια
Τα κομψά πόδια της αγωνίας
Ανασκευάζουν μια παλιά θεωρία
βουή του Μπόρχες εισβάλει στα Χριστούγεννα
Σοφό κοτσύφι αφημένο στην κορυφή Δείγμα δωρεά δέος δάση
Η φαντασίωση της Πηνελόπης στάθηκε ως ύψιστη αρετή
Εμένα κοντοστάθηκε
Πούλα γρήγορα
Εξωτική αλήθεια
Ζούγκλες για τα κουνούπια
Υπάρχουν τίγρεις στις πόλεις
Το επιβραβευμένο σου άλλο
Η διαφήμιση νίκησε το προϊόν
Νίκησα
Ποτέ- δεν- το- είπε-
Ακούστηκε
Κανένας ενδιαφερόμενος δεν κατάλαβε πως.
***
ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟ
Κάπου εκεί μέσα είδα τα μάτια του
Καιρό πριν τα ξαναδώ κλαμένα
Είδα κάθε είδους και φυλής ιστορία
Να προσωποποιείται παραποιημένη να υπονομεύεται
Και εγώ να περιμένω εκείνη να με επισκεφτεί
Μύρισα την συμφωνία που της πρότεινα και έτσι κατρακύλησα
Νόμιζα ότι έχανα την μυρωδιά μου, συγκρίθηκα
Τα κλειδιά μου είχανε πάρει φόρα
Αποτιμούσα απλά όσα θα ακολουθούσανε απλά
Ξανάρχισα το διάβασμα
Σε άλλη βάση
Σε μια παράξενη εποχή τόσο άλλη
Της φίλησα το στόμα ξέροντας καλά
Το κακό που είχε κάνει
Γι’ αυτό την φίλησα άλλωστε
Άφησα το αστείο να ακουστεί από τους μυθικούς παλιάτσους
Ήταν φίλοι που ήρθαν διψασμένοι για έρωτα κι αυτοί
Τους πήρα μαζί στο παραμύθι
Και το βράδυ τους έδιωξα όλους
Ήταν όμορφη η νύχτα,
Η ζέστη με είχε κάνει να νοιώθω καλά
Και αφού η ζωή νόμιζε ότι πίσω από την αυλαία
Η αυλαία ποτέ δεν τολμάει να πέσει
Έπαιξα με την αθωότητά της
Και άφησα την αθωότητα να παίξει μαζί μου
Υπολόγιζα βέβαια ότι αυτό δεν γίνεται
Μετά υπολόγιζα το πως είχε γίνει
Γινόμουν τίποτα καθώς
Τέτοιος άνθρωπος ήμουν
Όπως νομίζω όλοι Μετά, χάθηκα
Την εποχή που έγινα παλιάτσος
Ακόμα έψαχνα φιλιά
Νομίζω γύρευα ένα βότσαλο που της είχα δώσει
Πριν παρασυρθώ στην θέση του
Από το κύμα
Και ένα παρόμοιο ξενοδοχείο
Που να του λείπουνε άνθρωποι σαν και εμένα.
*Από τη συλλογή “Η σοκολάτα και το κερί”, Εκδόσεις Straw Dogs, Λευκωσία 2016.
