Γιώργος Μπλάνας, Στασιωτικό Εβδομηκοστό Όγδοο

43



Άστα να παν στο Διάβολο, Αλκαίε! Τι καράβι

στων ανέμων τη μανία, η ταραγμένη πολιτεία,

μου λες εσύ· ετούτοι εδώ είναι ικανοί

να βυθίσουν ολόκληρη πατρίδα 

μες στο λιμάνι: οι ναυαγοί

ν’ ακούνε με πνιγμένη την ανάσα 

τον Καρούζο στους Παλιάτσους

του Λεονκαβάλο: Il teatro e la vita 

non son la stessa cosa!: Η σκηνή

και η ζωή δεν είναι το ίδιο πράγμα!

Όχι δα!
Ένα κορίτσι προδομένο απ’ τη ζωή 

ανάμεσα στα πόδια, θα μπορούσε να σταθεί

μια χαρά σε οποιαδήποτε σκηνή της Ευρώπης,

ουρλιάζοντας μεσάνυχτα, σε μια γλώσσα

παλιά σαν χορταριασμένος φράχτης

ανάμεσα στο χάος και την αιωνιότητα.

Όσο για τις μάνες,

θα μπορούσαν να κρατήσουν τα νεκρά 

μωρά τους αγκαλιά μέχρι και δέκα παραστάσεις,

να χτυπούν την πόρτα της απόγνωσης,
ξυπόλητες, γυμνές, κουρελιασμένες 

πρησμένες, νηστικές και ν’ ανοίγει 

μια ακρίδα με κεφάλι φιλοσόφου:

στόμα γεμάτο σάπια επιχειρήματα, ερπετό

κατάφορο η γλώσσα: «Αυτές οι μύγες!

Αυτές οι μύγες! Ούτε νεκροί

δεν εννοείτε να τις αποχωριστείτε!

Ανατολίτες! Για σας

ο Θουκυδίδης είναι ο μπακάλης της γειτονιάς. 

Τι θέλετε, επιτέλους;

Αν δεν μπορείτε ν’ αντέξετε την Ιστορία

-στο πρωτότυπο-

μην εγείρετε αξιώσεις στη μετάφραση. 

Πάψτε κι αφήστε μας ν’ απολαύσουμε

τη συνέχεια του έθνους». 

Απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, ένας Ιρλανδός

Οδυσσέας ξύριζε το κεφάλι

ενός πιθήκου με κεφάλι πρωθυπουργού.

Εκείνος δούλευε την γλώσσα του

σαν ξιφολόγχη: «Λεγεώνες των αιώνων!

Η συνείδησή μας είναι απολύτως απλή. 

Αυτοί που δεν μπορούν να καταλάβουν την αλήθεια

του ψέματός μας, αργά

ή γρήγορα θα μας περάσουν στον λαιμό

το ψέμα της αλήθειας τους.

Ας αφανίσουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή, 

αφού ήδη τα έχουμε διευθετήσει αποφασιστικά.

Η διαλεκτική της Ιστορίας

είναι ένα είδος ανατομίας:

μόνον από τα πτώματα μπορεί να καταλάβει

τι δεν πήγε καλά».

«Εγώ τα βράδια

πέφτω νωρίς», ο κουρέας. «Δουλεύω σκληρά

σαν καλός νοικοκύρης από τότε

που επέστρεψα. Έτσι κι αλλιώς 

οι άνθρωποι ξέχασαν πια την τέχνη

της ζωής και του θανάτου,

κατάντησαν την Τροία μια βρωμερή λακκούβα.

Παίρνουν όποιον πιάνουν, τον πηγαίνουν

στην άκρη, του κόβουν το κεφάλι,

το ρίχνουν μέσα κι αφήνουν το κορμί

να σπαρταράει απέξω. Όλα λάθος.

Η Δύση είναι τρελή για θάψιμο…»



Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη.

Τραγούδησα. Τι άλλο θα μπορούσε

να κάνει ένας έντιμος

δαίμονας σε μια κόλαση

αδίστακτων αγγέλων;

8ACE9D0BBE4D5D8351F46E647C454297

Leave a comment