Έβρεξε σήμερα. Η μαϊμού είχε ένα βλέμμα! Σαν να
’λεγε: δώστε μου κάποιος ένα πανωφόρι.
Ο αγρότης μουρμουρίζει φυτεύοντας το ρύζι. Εδώ
ριζώνουν τα τραγούδια.
Το άλογό μου καλπάζει στα χωράφια. Είμαι κι εγώ μεσ’
στην εικόνα! Ακούτε;
Κάποτε, σ’ ένα ταξίδι, ξαπλωμένος κάτω από μιαν
ανθισμένη κερασιά, ένιωσα μέρος μιας θεατρικής
παράστασης.
Ανήκω στους ανθρώπους που τρώνε πρωινό,
απολαμβάνοντας το μεγαλείο της αυγής.
Την διακρίνω καθαρά. Μια γερόντισσα άγνωστη,
χαμένη. Μοναδικός αυτόπτης μάρτυς το φεγγάρι.
Στο φως της μέρας, η πυγολαμπίδα είναι ένα έντομο
όπως όλα.
Μεσ’ στο σκοτάδι, ένα ολόκληρο κοπάδι γηρατειά
κρύβονται στην αγκαλιά μου.
Βγες έξω να δεις πώς ανθίζουν τα λουλούδια στη
φτώχεια.
Όταν φυτεύουν ρύζι, τραγουδούν. Γι’ αυτό τα τραγούδια
του χωριού είναι πάντα καλύτερα απ’ τα τραγούδια της
πόλης.
Αρρώστησα . Μόνο τα όνειρά μου συνεχίζουν το ταξίδι
σ’ αυτή την ερημιά.
*Από το βιβλίο “Μόνο τα όνειρά μου συνεχίζουν”. Μετάφραση-επιμέλεια: Γιώργος Μπλάνας.
