16
Η θάλασσα πάλι, των χημικών ενώσεων και
των κυματισμών,
σε παρατάει, επιτέλους, στην ακτή,
βράδυ,
παιδί-με-κουβαδάκι που σκάβει προς τα μέσα
και γύρω,
εκτός χρόνου, αμήχανο.
Η θάλασσα μετά. Αφού το παιδί φύγει
και αφού η παλίρροια σβήσει το ίχνος της προ-
σπάθειάς του να σκάψει.
Μετά που το ίχνος του παιδιού θα έχει γίνει
ανάμνηση
και αβαθής φωλιά μικροοργανισμών.
Η θάλασσα πριν. Πριν έρθει το παιδί,
ίδια με τη θάλασσα που έγινε όταν το παιδί
έφυγε,
γεμάτη θαύματα
και μελλοντικές προσπάθειες παιδιών.
Και προσπάθειες παιδιών
που βρέθηκαν αμήχανα και εκτός χρόνου στην
ακτή,
άλλοτε.
Η θάλασσα μόνο.
Περιέχοντας προσπάθειες και ίχνη,
μηνύματα σε μπουκάλια και ιστιοφόρα
και γυναίκες στην όχθη και ωδίνες και
βλέμματα
και κοχύλια
και προθέσεις ταξιδιών που αναβλήθηκαν
ή άλλων που ήταν σαν να μην έγιναν.
Η θάλασσα πάντα.
Να καθαίρει την αυταρέσκεια όσων σχεδιάζουν
ταξίδια.
Να μετριάζει την ύβρι όσων τα πραγματοποιούν.
Να γελά με αυτούς που σκαλίζουν πλεούμενα ή
υφαίνουν ιστία.
Θάλασσα, ήχος Σειρήνων και ήχος φτερών
που τσακίζονται στον αφρό.
Θάλασσα τριγμός στα σκαριά και γαλάζιο
ηδύποτο
στο ποτηράκι του θεού.
Βάζω στο στόμα μου μια χούφτα βότσαλα,
για να μάθω να προφέρω όλες τις λέξεις
και να σε επικαλούμαι,
όταν το μπλε του ουρανού σε κάνει ανοιχτή
και όταν το μπλε της λύπης σε κάνει μητέρα.
*“Οι νύχτες πριν”, εκδόσεις Ναυτίλος, Θεσσαλονίκη 2015.
