Η Άννα αντικρίζει το αρχαιοελληνικό της αντίστοιχο
γλυκά λαμπυρίζοντας στις σταγόνες της θάλασσας
ντυμένο στο λεπτό νήμα της θλίψης
«Αριάδνη», φωνάζει, «πώς μπορώ να τον αφήσω να φύγει για πάντα;»
Η τύχη της Αριάδνης ήταν να μουσκεύει τα βράχια της Νάξου
με τα πιο αλμυρά της δάκρυα, πήρε χιλιάδες χρόνια
για να γίνει ο βράχος της το μεγαλύτερο θαλάσσιο σφουγγάρι
στο Αιγαίο, φουσκωμένο και σαν σημαδούρα
από αναφιλητά άλλων, πονώντας τις καρδιές.
Η Άννα ξεκουράζει το πηγούνι της στα φύκια
παίρνει την κουρασμένη καρδιά της και την τοποθετεί
ανάμεσα στα κοχύλια και τα στρείδια των κοραλλιών
και οι πριονωτές ρωγμές βρίσκουν παρηγοριά.
Η σκιά της Αριάδνης δεν φεύγει ποτέ
παρά την ώθηση του αγέρα και τον καυτό ήλιο
Η Άννα τρέφεται με αιώνιους ψιθύρους προδοσίας
«Μη δίνεις ποτέ την καρδιά πριν απ’ το μυαλό σου»
Ο Θησέας τα πήρε και τα δύο σαν βυθισμένο θησαυρό.
Η Άννα κρατά ένα άδειο κουτί Marlboro, μέσα
στα ορνιθοσκαλίσματα της υπόσχεσης του Χρήστου που εξασθενίζουν με αδύνατη μελάνι
– θα σε δω στην παραλία μωρό μου –
δύο, τρεις, τέσσερις μέρες ερευνών για το καπέλο του μπέιζμπολ
ένα εύκολο κλείσιμο του ματιού, τα χέρια που έκαναν το σώμα της σαν μαλακό πηλό.
Η μικρή παλίρροια επιτρέπει στην Άννα να πάρει το αρχαίο της χέρι
που παίζει ανάμεσα στους κυματισμούς καθώς αυτή τσαλαβουτάει στον ορίζοντα,
μπορεί τώρα να δει το Χρήστο στη μοτοσικλέτα του
πλέοντας στο ηλιοβασίλεμα του Θησέα
η πλάτη του χτυπιέται στο μάρμαρο,
αντικρίζοντας για πάντα τον άλλο κόσμο.
*Το πρωτότυπο ποίημα γράφτηκε στα αγγλικά από την Angela Costi (Αγγελική Κωστή). Μετάφραση: Δημήτρης Τρωαδίτης.
