Να γαληνέψουμε. Να ’ναι η αγάπη χρυσή νεφέλη, ψωμί με μέλι, φως ιλαρό. Έτσι, που να τολμάω ξέγνοιαστους λυρισμούς. Να λέω – «θα σου βρω μια πατρίδα στο ζενίθ του ουρανού» ή, προτείνοντας γονατιστός ένα πλατωνικό μονόπετρο – «θα σου χτίσω ένα σπίτι στην κορφή του φιλιού». Και να αληθεύει πάραυτα ό,τι λέω. Άσχετα αν, μετά, η αχαΐρευτη πραγματικότητα. Δεν γίνεται άλλο να προσκυνάμε το παρελθόν, να μας μαστιγώνουν οι στατιστικές, να εκκολάπτουμε διαρκώς τον ίδιο αστρίτη. Πόσο φαύλος είναι ο κύκλος αυτός, πόσο ακελάηδιστος. Καρφωμένος με πρόκες στο χώμα. Δεν τον καταδέχονται τα θαύματα. Γιατί, εμείς (ας είμαστε ειλικρινείς) μονάχα στο θαύμα ποντάρουμε. Άμα δεν γίνει θαύμα – πάει, καήκαμε. Αλλιώς, θα είναι σαν, μεσάνυχτα, να ψάχνεις θεό. Από ανάγκη, όχι από ελευθερία. Κι ο κόσμος όλος βουλιαγμένος στη σιωπή. Κι όλες οι σκάλες του ουρανού κλειστές. Θυμάσαι, παλιά, με τι ευκολία τις ανέβαινες; Λικνίζοντας, μάλιστα, τους γοφούς σου. Έρχεται τότε η Απουσία από τους μέλανες δρυμούς. Πάντα εκείνη έρχεται. Είναι μια πανοπλία άδεια από σώμα. Περπατάει, όμως, μονάχη της. Μονάχη της κι άδεια. Τρίζουν οι παλιοτενεκέδες. Και όπου πας, εκείνη έρχεται από πίσω. Πόσα ρόδα να συνθλίψεις μια τέτοια νύχτα; Πόσα τιμάρια να παραδώσεις στη στάχτη; Ακούς το δικό σου αλύχτισμα και σου παγώνει το αίμα. Όμως εγώ σου μιλάω για τα ακαθοδήγητα βαρομετρικά, αυτά που δικαιώνονται στο φτερό. Εκεί όπου ο χρόνος αφαιρεί τα ασήμαντα όχι μονάχα από τη μνήμη, αλλά κι από τη ζωή. Συναντάς, αίφνης, μιαν παλιά αγάπη, που δεν έσβησε ποτέ στην ψυχή σου. Κι όπως πλαγιάζετε μαζί μετά από τόσα χρόνια – «είναι σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε», σου λέει. Και, πράγματι, δεν πέρασε. Διότι, όσο αποτρόπαιες, τόσο και ασήμαντες οι μέρες και οι μήνες χωρίς εκείνη. Δεν προσμετρούνται στον βίο.
***
Μα, τι σ’ τα λέω όλα αυτά; Αφού τα γνωρίζεις. Σου τα ’πανε στην Έφεσο, τότε που, ιέρεια, λιτάνευες. «Κάθε φορά σ’ άλλο ποτάμι λούζεσαι πριν μπεις στο θυσιαστήριο», έσκυψε ο γέρος στο αυτί σου, «κι ας λες εσύ πως όλο στον Κάυστρο κάνεις τους καθαρμούς σου». Ξέρεις καλά, λοιπόν, πόσο πολλοί είναι ο ένας, πόσο τίποτα. Να γαληνέψουμε.
