Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ’ τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση.
Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν’ ανάψει.
Κ’ ενώ απ’ την πόρτα βλέπω τις γλυκές του λάμψεις,
με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου,
Δε μπαίνω μέσα.
Απέξω κάθομαι και κλαίω…
