Νίκος Καρούζος, Νεολιθική Νυχτωδία Στην Κρονστάνδη

Τραυλίζοντας οικουμένη καθώς
η πραγματικότητα χωλαίνει κι όπως
ασπροφωλιάζει η λευτεριά στον άστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τη σώτειρα τήξη.

(Να ιδούμε αν η Άνοιξη θα συνδράμει τα όνειρά μας . )

Ένας ναύτης : Το μυαλό πως μαλακώνει στα Ουράλια ;
Ένας άλλος ναύτης : Τι θέλεις να πεις ; Δεν κατάλαβα.

μουχλιάζει το τηλέφωνο, ευδαιμονία

…………..

Νοστάλγησα τα ορυχτά την άφωνη
θηλαστική μου ιερότητα
κι ανατρέχω στον ύπνο που με σώζει
είναι ο πρόχειρος θάνατος
ένα κλούβιο ρολόι
χωρίς τα πριν και χωρίς τα μετά
δεν ήρθα δε φεύγω θα σταματήσω.

– Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
– Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.

………….
– Φθέγγομαι τρόμο . Και επιτέλους τι νομίζεις πως είναι
τα ιδανικά; Είναι όπως αλευρώνουμε τα ψάρια πριν
από το τηγάνισμα.

………..

Δούλα του φωτός πεταλούδα , φτερά και χνούδι
σε εξωφρένεια!
Ο έκλυτος Δίας κρατεί κεραυνούς αναφαίρετους
δίχως ακόμη πυροδότηση
χορταίνοντας όραση βλακείας
καθεζόμενος υπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ η μούρη των αλόγων του Φαέθοντα έναντι του
κενού με άφρη κοσμικής ύλης .
Ασθενοφόρο γρήγορα για τον βασιλέα Ληρ!
Ευωδιάζουμε από τρέλα.
Δεν πιάνουν τα φρένα,
χανόμαστε στη διαιρετότητα του Ζήνωνα.

…………….

Η Άννα ( που πλησιάζει ) : Τι νέα έχουμε απ την πραγματικότητα;
……
Νικολάι: Φοβάμαι, σύντροφε . Και η επίθεση επίκειται.
Ο Λένιν έχει εμπλακεί στη μοίρα.

– Πανάκριβα ραφτικά.
………….
– Ουτοπία.
– Μα όμως αναιρέσαμε το δάσος.
– Βροχές μανάδες… Άραχλε!

Να και ο τρισάθλιος ήλιος . Μια χλεμπόνα
Στ’ ουρανού το κατεστημένο.
…………..
– Με σφίγγει μια αλήθεια, της παραδίνομαι. Με σφίγγει μια
άλλη, κι αυτηνής της παραδίνομαι. Διατρέχοντας του μυαλού
την ωμότητα. Λέω αίμα του ψύλλου κι αμέσως
οσφραίνομαι ρούμι.

– Παραδέρνεις. Αλλά εμένα τα μάτια μου διεκδικούσαν ενότητα
οπτικής , εκκένωση τραγωδίας . Ουδέποτε υπέφερα τις
αντιφάσεις . Αμφί και ρέπω, όχι!

– Χρεμετίζεις φαντασία.

[Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου , δεν είχα βιολογικό
προηγούμενο. Σούρθηκα στην τρώγλη της απλής αριθμητικής .
Εκεί διαλάμποντας ενωτίστηκα κόκαλα.]

Υπερφίαλο φως ισχνότητα του έρωτα!
Τι ναν τα λέμε. Αυτοψυχίατρος είναι ο ποιητής
με καθαρό οινόπνευμα.
Κυρίως θα λεγα θεοσταγής και προ-ιούσα σφήκα.
Θα γαλαζώσει πάλι.

– Μα είναι κι ο άλλος έρωτας , ο γενετήσιος.

– Τι να σου κάνει αυτός. Αν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στη
μελαγχολία μου.

…………………

Είθε να μην υπήρχα
μαβής ο χτύπος της καρδιάς, αλητεία.
Κι αν είπα τις προάλλες τη ζωή αντίρρηση του σκούληκα
δεν έπαψε να φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
η απελπισία.
Θες το ζώο θες ο άγιος τίμημα η απουσία.
Κορφόνυχα μες στη φωτιά σε ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου και χρόνια
έκανα γω το μπόι μου βλαστοβολώντας ύψος
χωρίς να συμβουλεύομαι
κακούς ονειροκρίτες και θολά μαντεία.
Δεν αναμέτρησα κινδύνους, αποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στα χρυσάνθεμα ορκίστηκα στη χλόη
κι όπως ρεκάζει επιστήθιος άνεμος από βροχερά
συμπεράσματα
στα ερυθρά χαλάσματα του ήλιου ξαναφαίνομαι
κι ανιστορώ τα ρόδινα νεφρά μου.

………………………….

Είτε στον ύπνο (παξ) είτε στην εγρήγορση (κοάξ) ονομάζομαι
γοργά μελλοθάνατος.

…………..

Θρομβώδη φυλλώματα, συνεσθίομαι
μαζί με τ’ άνθη
διασχίζω τους γάμους των θάμνων
αναφλέγοντας το γραφτό μου σε άναρθρους
όρθρους
κι αποτυχίζω την απόγνωση κατακείμενος
όρθιος.
…………

Λέω συχνά τα νεφρά μου θα υπερισχύσουν.
Εντούτοις μαθητεύω πια συνέχεια σε τρόμο
κάθε βράδυ ξαναστοχάζω πως όχι
δε θα ξυπνήσω
κάθε πρωί ξεριζώνω φλέγματα υποφέροντας
μιαν άγρια ναυτία που δεν εξελίσσεται ολότελα
κι ανατριχιάζω
κάτι νύχτες με εθελούσιο μαύρο κάτι νύχτες
από τεράστια αιμοχαρή φεγγάρια
για να διαλευκάνω επιτέλους τα άσπρα μου
μαλλιά ως τη συντέλεια.
Δε θυμάμαι θυμάρι που να μην ανάδωσε πάντοτε
την ευωδιά του
με ήλιους ορεινούς αναφωνήματα στη μνημοσύνη.
Δεν ξέρω τι κάνει το συκώτι μου δεν ξέρω
τι κάνει η καρδιά μου
μαστίζομαι από ένοχη θέαση κι ανωφερή
αχτημοσύνη
χαράζω σύμφωνα και εκφέρω φωνήεντα φρίκης.

– Θρησκευτική υπόθεση . Κι ο χρόνος τώρα δεν είναι
μαγνητοταινία της αιωνιότητας. Ανακρούεται επιστήμη,
κουκιά μετρημένα. Μα είναι αμπόρετο να τσιμπήσει κανείς
τη θάλασσα.
Η Ιστορία τελικά συναναστρέφεται αγάλματα.

……………
– Τι εστί λάμψη ;

– Ποιος αποφάσισε τα πτώματά μας;

——————–

– Ξέχειλα τα οράματά μας . Εμπλουτισμένοι αθανασία.
– Νυμφίοι της ελπίδας αρουραίοι.

[Λάμπουμε όλοι στην Κρονστάνδη. Στην πιο περήφανη γεωγραφία]

………………..

Σε βοερά μνημόσυνα βοράς κι αθώας βαρβαρότητας
με πετεινών αθλήματα στους χαμηλόκορμους ουρανούς
ωσότου πιάσουν ένα γύρο οι βροχάδες τα πρωτόνερα
ώσπου να ανοίξει της χυνοπωριάς το κατουροβάρελο.
Θα τανε πέρσι.
Ρεμβώδη νοήματα, τυραγνία του βήχα, σκελετός από μέσα….
………..

[Βραδυάζει στο κείμενο. Η κατακρήμνιση του απογεύματος: ωριμότητα.]

– Αν έλιωνε ο πάγος, αν τους προλάβαινε η Άνοιξη …

….δεν έχει όρια η ευφράδεια της Σταύρωσης
ούτε το πορτοκαλί που με τύφλωνε
φωσφορίζοντας
μα εγώ τη γλώσσα την αποκλήρωσα
δε μαζεύω ψυχοχάρτια χαζεύω την αγριότητα
οι καιόμενες πορφυρές δεκαετίες
από υδρόγεια νόηση
και αναπηδά στη χύτρα του πεπρωμένου
ο χόχλακας.
Φεγγάρι μου βγαλμένο μάτι ρεμβάζω σου
τ ασπράδι.

…………………

Εγώ λοιπόν έκπληχτος από χέρι διαστέλλω γαλαξίες
κι ανατείνομαι όνειρος
αποβάλλοντας το πραγματικό κι αναθυμούμενος μόλις
εκείνη την αρτηρία του αόρατου
την πλεξούδα του καπνού σε ανώδυνο ύψος.
Εδώ επιμένουμε όλοι.

– Άννα, τι συμβαίνει;

– Άρχισε η επίθεση.

– Άννα, έχε γεια, θα πεθάνουμε.

– Νικολάι, σ’ αγαπούσα ολόκληρη .

– Μιαν άλλη φορά, θα ξαναγίνει, Άννα

……………………………

διεδίδοτο δε εκάστω καθότι αν τις χρείαν είχεν –

KRONSTADT

Ν. Καρούζος

Leave a comment