Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκι, από το “Σύννεφο με παντελόνια”

12963615_10208570134626539_2574673451151512844_n

καθώς θ’ ανασκαλεύετε τα πετρωμένα πια,

σημερινά κουράδια,
τα σκοτάδια των δικών μας ημερών αναξετάζοντας, ίσως
σας έρθει και για μένα να ρωτήσετε. Και ίσως
ο σοφός της εποχής, της φιλομάθειάς σας αντικρούοντας το χείμαρρο,
με την πολλή του γνώση, σας πει πως ναι, υπήρξε κι ένας τέτοιος βάρδος του
βραστού νερού και τ’αβραστου εχθρός αμείλικτος.
Προφέσσορα, βγάλε το ποδηλατάκι των γυαλιών σου! Εγώ ο ίδιος θα μιλήσω για
τον καιρό μου και για μένα.
Είμαι λοιπόν ένας βοθροκαθαριστής και νερουλάς, εκεί
η επανάσταση με έταξε και η συνείδησή μου
στο μέτωπο επήγα να καταταχτώ – την υψηλή αφήνοντας ανθοκομία
της ποίησης,
κυράς στριμμένης,
άλλο δεν ξέρει παρά τον κήπο της να χαίρεται, και την κορούλα της και τη
βιλίτσα και τη λιμνίτσα
και τις πρασιές: “Μόνη μου τα φύτεψα, μόνη τα ποτίζω” […]
——————————–
Και μένα θα μου άρεσε – θά’ βγαινε και το παραδάκι – ρομάντζες να καθόμουν
να γράφω
για την αφεντιά σας.
Όμως εγώ κάθε φορά τον εαυτό μου τον εδάμαζα, των τραγουδιών μου
σφίγγοντας το λαρύγγι.
Εμέ, τον αγκιτάτορα και αρχηγό των φωνακλάδων ακούστε με απόγονοι
σύντροφοι.
Τα ρέματα των στίχων μου βουβά κρατώντας
όλες θα δρασκελήσω τις λυρικές πλακέτες
σαν ζωντανός μιλώντας με τους ζωντανούς
Στο κομμουνιστικό μας αύριο θα’ρθώ το μακρινό
μα όχι σαν κανένας μενεστρέλος α λα Εσένιν,
Θα φτάσει ο στίχος μου σκίζοντας στα δυο τα καταράχια των αιώνων
πάνω από τα κεφάλια ποιητών και κυβερνήσεων.
Θα φτάσει ο στίχος μου – μα όχι σαϊτούλα
σε κυνήγια μ’ερωτιδείς και άρπες
ούτε σαν φαγωμένο τάλιρο στα χέρια του σαράφη
κι ούτε ακόμα σαν το φως των πεθαμένων αστεριών.
Θα φτάσει ο στίχος μου με τον ιδρώτα του προσώπου του,
των χρόνων αναμερίζοντας τους σωρούς
και θα προβάλει ολόσωμος, τραχύς και ολοφάνερος
όπως έφτασαν ως τις μέρες μας της Ρώμης τα υδραγωγεία, δουλειές
των δούλων.
————————————-
Τη σκέψη σας που νείρεται

πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας

σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές

σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω

επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου

φαρμακερός κι αγροίκος πάντα

ως να χορτάσω χλευασμό.

(…)

Πάλι ερωτευμένος θα ριχτώ στο γλεντοκόπι

πυρπολώντας το τόξο των φρυδιών μου

Τι να γίνει;
Και σ’ ένα σπίτι καμένο

ζούνε καμιά φορά άστεγοι αλήτες.

(…)

Δοξάστε με
Δεν είμαι τέρι εγώ των ισχυρών

Εγώ επάνω σ’ όλα που έχουν γίνει

βάζω “μηδέν”

(…)

Και πίσω από τους ποιητές

τρέχουν τα πλήθη του δρόμου:

Φοιτητές,

πόρνες,
εργολάβοι.

(…)

One response to “Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκι, από το “Σύννεφο με παντελόνια”

Leave a comment