Γιώργος Κοζίας | Διονυσίου Σολωμού και ονείρου…

Συνέντευξη στην Λιάνα Ζωζά#

Με τον Γιώργο Κοζία, ξεκινάμε παρέα την καινούρια σειρά συνομιλιών με κεντρικό άξονα την ποίηση, ελληνική και διεθνή και μέσα από ένα ευρύ φάσμα ποιητών. Η ιδέα ξεκίνησε από την επιθυμία να γίνει γνωστή η σύγχρονη ποίηση και να δοθεί βήμα, τόσο σε καταξιωμένους όσο και σε νέους ποιητές για να παρουσιάσουν την δουλειά τους, αλλά και να σχολιάσουν παράλληλα την καθημερινότητα και τα μεγάλα κοινωνικά θέματα της σύγχρονης κοινωνίας.

Στην Ούλμ έχουμε σύντροφο την Πτώση
και μνηστή την Αυταπάτη
Ώ πένθιμε ουρανέ, στην Ούλμ
ο Κύριος δεν σώζει αυτούς που πέφτουν.

Οι παραπάνω στίχοι ανήκουν στο ποίημα “Ο Κύριος δεν σώζει αυτούς που πέφτουν”, από την τελευταία σας ποιητική συλλογή “Εξάγγελος”, 2021. Τελικά, κάποιοι θα μπορούσαν να σωθούν και ποιοί θα ήταν εκείνοι;
Κανείς δεν σώζεται τελικά!
Ο δικός μου ραφτάκος της Ούλμ δοκιμάζει τα φτερά του, όπως και στο ποίημα «Ουλμ 1592» του Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Τότε», είπε ο δεσπότης,/«ας χτυπήσουν δυνατά/ οι καμπάνες». Και: «Δεν ήταν παρά ψέματα όλα αυτά,/πουλί να γίνει ο άνθρωπος δεν θα αξιωθεί ποτέ,/κατάλαβέ το πια, κόσμε κουτέ!». Η αγωνιώδης προσπάθεια του ανθρώπου για την κατάκτηση του αδύνατου παραμένει ωστόσο το μέγιστο υπαρξιακό στοίχημα.

Θέλοντας να παραμείνω στον “Εξάγγελο” θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας, γιατί χρησιμοποιήσατε ένα σύμβολο της αρχαίας τραγωδίας για να εκφράσετε τις ανησυχίες του σήμερα;
Ο Εξάγγελος είναι ο άγγελος της Ιστορίας (Angelus Novus) του Κλέε και του Μπένγιαμιν, που ενώ έχει στραμμένο το πρόσωπό του στο παρελθόν είναι έτοιμος να φτεροκοπήσει προς το μέλλον -όπως επισημαίνει ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου- και τραγουδάει από τη μάχη με την πολιτική μέχρι την αναμέτρηση με το χρόνο, με την ανάλωση της ύπαρξης ή και με τον ίδιο τον θάνατο.

Τέχνη και παγκόσμια πανδημία! Πόσο έχουν αλλάξει οι κανόνες και οι ισορροπίες, στο χώρο της ποίησης; Πόσο σας επηρέασε σαν άνθρωπο, αλλά και σαν ποιητή, η πολύμηνη κοινωνική αποστασιοποίηση;
Ο κοινωνικός αποκλεισμός των ταξικά αδύναμων διογκώθηκε μετά την πανδημία, η φτώχεια γιγαντώθηκε και η τέχνη περιθωριοποιήθηκε ακόμα περισσότερο. Το πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη πλέον «τις μαύρες εξουσίες των ανθρώπων της «κουλτούρας», πού ’ναι οι σημερινοί Αντιφασίστες και είναι οι Πλέον Γνήσιοι Φασίστες…»*. Περνούμε άσχημες μέρες, πολιτικά και ηθικά, γεμάτη ψέματα και φενάκες η φοβερή ετούτη εποχή.
Προσωπικά παραμένω ένοπλος, αναφωνώντας σαν τον λεγεωνάριο Γιώργο Μανιάτη: Αντιτάσσω γνώση στη γνώμη όχι γνώμη στη γνώση.

Δραστηριοποιείστε σε μία χώρα που έχει δοκιμαστεί με μια δεκάχρονη οικονομική κρίση, μια παγκόσμια πανδημία και τώρα μια ενεργειακή κρίση και δεν ξέρουμε τι ακόμη θα ακολουθήσει. Το μέλλον προβλέπεται ζοφερό;
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο…
Και «στο μέλλον που είναι κιόλας νεκρό» έχει δοθεί η απάντηση από τον αυτόχειρα Μαγιακόφσκι: «Το μέλλον δε θα ‘ρθεί/ από μονάχο του έτσι νέτο σκέτο/αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς…».
Αντίσταση λοιπόν με νύχια και με δόντια, μην μας σκεπάσουν σαν τα λείψανα και δεν προλάβουμε ν΄ ανθίσουμε! Έχουν ευτελίσει τις ζωές μας “άριστοι” επιτελικοί και μίζεροι πολιτικοί. Το μόνον της ζωής μας ταξείδιον ας μην το χαρίσουμε στις εφήμερες εξουσίες τους!

Συμμετείχατε στο 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Πάτρας, που πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία και εξαιρετικές συμμετοχές από την Ελλάδα και το εξωτερικό και τιμώμενο πρόσωπο, τον μεγάλο μας σύγχρονο ποιητή Τίτο Πατρίκιο. Πώς θα περιγράφατε την εμπειρία σας;
Ενδιαφέρουσα ως προς την γνωριμία ποιητών, τις απαγγελίες και τα γεύματα στα εξοχάς, παρά ταύτα νομίζω ότι η τριήμερη αυτή συνάντηση έπασχε ως προς την ουσία. Θα προτιμούσα ένα Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης με ξεκάθαρο ιδεολογικό και αισθητικό προσανατολισμό, κάτι πιο μάχιμο -με συζητήσεις και ανταλλαγή ιδεών- πιο ερεθιστικό και, γιατί όχι, πιο αιρετικό.

Πιστεύετε πως η ποίηση στις μέρες μας είναι πολλά υποσχόμενη; Υπάρχουν νέοι ποιητές;
Τι πάει να πει πολλά υποσχόμενη ποίηση (οι ποιητές δεν είναι ντίλερ καλλυντικών}, επίσης δεν με ενδιαφέρει καθόλου ο διαχωρισμός παλιοί και νέοι ποιητές, είναι παλιός ο Καβάφης (;) νέος είναι, στα χάδια, στα σκιρτήματα της σάρκας και του νου! «Κάθε προσπάθεια του θεωρητικού λόγου να συλλάβει την ποίηση σαν παρόν ήταν μια εντάφια προσωπίδα, ισχυρίζεται ευφυώς ο Βύρων Λεοντάρης, κι αν υπάρχει ένας έγκυρος λόγος για την ποίηση είναι μονάχα για ό, τι απ’ αυτήν έχει τελειώσει…».
Στην ποίηση βλέπω το ΟΛΟΝ, όχι το μέρος, ακούω φωνές που υπερβαίνουν το φθαρτό του όντος και τις επιταγές της επικαιρότητας. Η ποίηση δεν κατηγοριοποιεί των πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, αντιθέτως μεγεθύνει τα πάθη ηρωικά και πένθιμα!

Αν και ο κάθε ποιητής, αγαπά όλες τις ενότητες της δουλειάς του, που σηματοδοτούν και την πορεία του, θα ήθελα να μας πείτε, αν εσείς θα ξεχωρίζατε κάποια από αυτές;
Ποιήματα ξεχωρίζω, ποιήματα καμικάζι που έλεγε ο Χρίστος Λάσκαρης, ποιήματα που σε αρπάζουν από τον λαιμό ή σε καθηλώνουν με ένα δυο στίχους π.χ.: «Ω, δεν αλλάζει ο ρυθμός/αυτού του κούφιου κόσμου/Που πας ψυχή μου με τέτοια ανθρωπότητα;» ή «Κουτσό της μοίρας αμαξάκι/που μας πηγαίνεις/κυλώντας, πέφτοντας, τρίζοντας/φριχτά καρούλια στα χέρια των θεών…»!

Ποιές είναι οι επιρροές σας και από ποιους ποιητές που σηματοδότησαν την ιστορία της ποίησης; Υπάρχουν κάποια ποιητικά έργα που εσείς θα τα θεωρούσατε σταθμούς;
Η αφεντιά μου είναι: Διονυσίου Σολωμού και ονείρου, της εξόριστης γλώσσας του Κάλβου, του αισθησιακού Καβάφη, του μυθιστορηματικού Σεφέρη, είμαι ο θίασος ιπποδρομίου του Καρυωτάκη, είμαι με τον ελευθερωτή Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, είμαι της Οκτάνας του Εμπειρίκου, της Καντάτας του Ρίτσου, του Χρωμοσώματος Σαχτούρη, από κοντά βάλτε μια πρέζα φαντασίας Ουίλιαμ Μπλέικ, μια θλίψη γερο-Πάουντ, για επιδόρπιο σουρεαλιστική τρέλα, έτσι πορεύομαι…

Αν και η συνέχεια και η συνέπεια είναι αυτά που σας διακρίνουν, τι είναι αυτό με το οποίο, δεν έχετε ακόμη “συναντηθεί” και θα θέλατε να το συμπεριλάβετε, στα μελλοντικά σας σχέδια;
Η Ποίηση είναι ένας ξεχωριστός τρόπος να συνειδητοποιείς τον κόσμο και να συνδέεσαι με την πραγματικότητα. «Να έχει ποίηση η μάχη. Και παλικαριά./Ούτε μάρμαρα ούτε τάφρους αίματα» γράφει η Τζένη Μαστοράκη. Θα επιθυμούσα να συμπίπτει στην δουλειά μου η μεγαλύτερη στιγμή πνευματικής διαύγειας με την μεγαλύτερη στιγμή πάθους και από την άβυσσο της ελπίδας για το απώτερο πλησίον, να αφουγκράζομαι το πλησίον του απώτερου μέλλοντος.

*Pier Paolo Pasolini, Στους Έλληνες φοιτητές του Πολυτεχνείου, με μιάν ανάσα, Νοέμβρης του 1973

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Γιώργος Κοζίας γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό. Εργάστηκε στον χώρο του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου. Πρωτοδημοσίευσε στα περιοδικά Το Δέντρο και Ευθύνη το 1983. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Ζωολογικός κήπος (Στιγμή, 1989), Ο μάρτυρας που δεν υπήρξε (Στιγμή, 1995), Πεδίον ρίψεων (Στιγμή, 2001), Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες (Στιγμή, 2007), 41ος Παράλληλος (Στιγμή, 2012), Πολεμώντας υπό σκιάν… Ελεγεία και σάτιρες (Περισπωμένη, 2017) και Εξάγγελος (Περισπωμένη, 2021). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και ανθολογηθεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά, αραβικά και πολωνικά.
Το έργο του παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών “Ποίηση και Μουσική” Ιανουάριος 2009, Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας “Ας μην μας καταβροχθίσουν οι κοριοί” 2013, επίσης στο Thessalian Poetry Festival 2018 και στο Patras World Poetry Festival 2019 και 2021. Επτά πίνακες εμπνευσμένοι από την ποίησή του εκτέθηκαν στο βιβλιοπωλείο Λεμόνι στην έκθεση της Εύης Τσακνιά “Οι εικόνες πίσω από τις λέξεις” Οκτώβριος- Νοέμβριος 2010.
Ποιήματά του έχει μελοποιήσει ο Θάνος Μικρούτσικος, Έργα για φλάουτο (WORKS FOR FLUTE) IVONA GLINKA, αφήγηση: Δημήτρης Παπανικολάου, Legend Classics, 2007 και Πέντε κείμενα μετά μουσικής: Η γη τσακισμένο καράβι, ποίηση Γιώργος Κοζίας, William Blake, Αγγελική Καθαρίου- Νέλλη Σεμιτέκολο, Ένας κόσμος χωρίς ταξιδιώτες (Γαβριηλίδης, 2013).

*Πηγή Βιβλιονέτ και poets.gr
#Αναδημοσίευση από εδώ: https://artviews.gr/giorgos-kozias-dionysiou-solomou-kai-oneirou/?fbclid=IwAR3j3EDXRrJczueb8ePLDkka6qR_pu5Vrovf4UMAaNZOyQ9NNHadlCpS_2U

There Is Also This Civil War Inside of Me: A Conversation with Zisis Ainalis

by Adam J. Goldwyn

Zisis D. Ainalis was born in Athens in 1982. A poet, translator, and essayist, his work has been translated into English, French, Italian, and Portuguese. He lives and works in Mytilini (Lesbos), where he is a member of the editorial group that publishes the literary magazine North-Northeast. He has published seven books of poetry: Electrography (2006), Fragments (2008), Michalis Tatsis—Holding up the Stake with the Hands (2011), Sheba’s Silence (2011), Mythology (2013), Desert Tales (2017), and Desert Monody (2019).

Adam Goldwyn: In some ways, Desert Monody, your 2019 verse collection, seems to be a continuation of your poetic trajectory. Like Sheba’s Silence, which uses the story of Solomon as a symbol for discussing other more modern problems, this volume also reaches back to the Bible, particularly the exile from Eden and the stories of early Christian desert ascetics. But it also marks a big shift—less political, less overtly concerned with modernity than, for instance, Electrography, and, of course, also in prose. What was the genesis of this volume, and how do you see it fit with what you’ve done before?

My poetry is—it has always been—about my time, or, better, it is the reflection of a consciousness of my time.

Zisis Ainalis: The genesis of Desert Monody lies in a decisive fact of my life: the birth of my first daughter, and it treats in a more or less hidden manner but one theme—paternity. The alterations in one’s consciousness that the birth of a child brings forward, the individual and collective meaning of paternity, and the difficult psychological proceedings that follow—these are the subjects that I wanted to treat. I think that this is a topic somehow neglected in modern literature.

From this point of view, I dare say that this volume is radically different from my previous works precisely because of its subject, hitherto unknown in my poetry. However, poetically there is a link connecting all my works between them. I like to think of my volumes of poetry as a kind of autobiography in process. But my poetry is not about me, if that makes any sense. My poetry is—it has always been—about my time, or, better, it is the reflection of a consciousness of my time. Thus, the political dimension of my work. Generally speaking, more and more, I head toward a rehabilitation of the meaning.

Goldwyn: Let’s talk about the political dimension of your work. In one of the poems that will accompany this interview, you speak of “this civil war inside of me.” How do you see your politics in your poetry, and do you see yourself in the tradition of Greek political poets like Yiannis Ritsos, the left-wing Resistance fighter during World War II, or George Seferis, who was such a vocal opponent of the junta? What is the role of poetry in politics?

Ainalis: This is a rather complex question that I can’t possibly answer here. However, I believe that, in a sense, all art is political, in an Aristotelian meaning of the word (and I remember here Arendt’s exquisite remarks on polis and society). As far as I am concerned, I have a strong propensity for history. History and literature are inextricably connected in my mind. I think that the political element in my poetry comes either from the presence of history in my work or the way that I treat the present through the spectacles of the past. Take Cavafy, for example. His poems aren’t overtly political. On a first reading they seem to be mainly historical. However, his use of history is what gives his poems a political dimension. But I don’t want to be misunderstood: I am not talking here about some kind of nostalgia of the past. I am talking more about a way of attempting to comprehend the present through the experiences—literary as well—of humanity’s past. And as long as there is a public realm in humanity’s institutionalised life, this will always be a political procedure.

Nevertheless, the role of poetry in modern-day politics is nonexistent, in the sense that poetry, of course, doesn’t affect—despite the ludicrous political ambitions of some poets—the political agenda. However, that doesn’t mean that poetry shouldn’t have or doesn’t have a political perspective, usually wider than the day-to-day politics. As a reader, I like this kind of political reflection, which we can find in much of the literature of the nineteenth and twentieth centuries. Can you possibly think of more intriguing political texts than the epilogue of Tolstoy’s War and Peace or Dostoyevsky’s Demons? Thoreau’s Journals contain a great amount of political reflection. Kafka, T. S. Eliot, and Camus are essentially political authors. You see, I am not talking necessarily about politically engaged authors. Still, I am heavily influenced by the political literature of the Greek postwar generation. The works of Alexandrou, Tsirkas, Hatzis, Alexandropoulos, Katsaros, Anagnostakis, Livaditis, and Leontaris accompanied me throughout my adult life.

Goldwyn: In small font at the end of Desert Monody, you write that the volume was composed in Patras, Paris, and Chios. Reading in between the lines here, what is missing is Athens, the centre of Greek literature and politics. Can we see any general trends in Greek poetry between islanders, expatriates, and Athenians? And can you, having been each of them at different parts of your life, speak to how these locations influence your poetry?

Ainalis: I have always been a stranger no matter where I was living. I was born and raised in Athens, but I haven’t lived there since 2000. Athens is always a part of myself and a part of my poetry as well, in a sense. As is Paris. Two great metropolises of modern Europe. However, this feeling of strangeness, of not belonging somewhere, is following me wherever I’ve lived. I have been living all my adult life as an expatriate, regardless of whether I was living somewhere in Greece or not. But this is probably a personal feeling or even the malaise of modern human beings: the “uprootedness,” as Simone Weil put it some three generations ago.

To answer the question, I don’t feel that there are some general trends in Greek poetry between islanders, expatriates, and Athenians. I think that globalization absorbs a great deal of the local differences. The Greek poets of my age, people in their forties, could have been active all over Greece—or abroad. And they are. You can find poetic circles in many Greek cities: Thessaloniki, Drama, Larissa, Patras, etc., as well as poets living permanently abroad. The strictly speaking “local tradition” seems to influence modern Greek poets less than, let’s say, modern English poetry. This is also why whenever modern Greek poetry is translated into English (or into any other language, for that matter), it reaches comparatively easily—in contrast with the Greek poetry of past generations—an international audience.

So, the locations in the end of the volume have a more or less symbolic value. They are the landmarks of a trajectory, if you will. At the same time, they underline this feeling of not belonging somewhere. And, as I have lived in Mytilini (Lesbos) for the last five years, and before that in Chios, they are also, partly, a kind of ideological declaration: the fact that I consciously and deliberately decided to renounce life in big cities, like Paris, in favour of life in a small town, away from the centre to the borderline of Europe.

I consciously and deliberately decided to renounce life in big cities, like Paris, in favour of life in a small town, away from the centre to the borderline of Europe.

Goldwyn: You say that modern Greek poetry moves internationally with greater ease now than in generations past; that may be great for an international audience, but is something uniquely Greek lost in that? There is a price to translation and globalisation, which is the erasure or alteration—perhaps some would even call it the deformation—of the local. In thinking about it now, that is as much a political question as a poetic one.

Ainalis: Whether we like it or not, we live in a globalised world—at least for the time being (because this may change sooner than we think). And our problems or concerns are global as well. Me, for instance, I feel that I can easily communicate with the literature of Japan or China. This would be inconceivable for a Greek author two generations ago. Certainly, there is a price to pay in globalisation. Many local traditions, mentalities, ways of living all over the world have been trampled down violently during the last thirty years. Crucial social or communal knowledge is lost forever. Social and communal memory is being eradicated systematically, and this has been going on for decades now. And the heavy price that our generation will pay, indeed, will be the price of lost social or communal practices and knowledge, the loss of social memory. Soon enough we will be called to live in a lobotomised, constant present with absolutely no connection to the past (not even the events of our own past), with absolutely no openings to the future.

But, regarding literature, the question is somewhat different, because literature is a living organism with its own kind of memory and its own consciousness. The Latin word literatura originates etymologically from litera (the letter of the alphabet). And as long as there are some people out there capable of reading, they will always have access to the realm of literature, where nothing ever really dies. Of course, “oral literature” (what a contradiction in terms indeed!) is an altogether different question. But old literary works, written works, continue to live in the cognisance of younger authors. And thus, to answer to your question with an invocation taken from George R. R. Martins’s Song of Ice and Fire: “What is dead may never die, but rises again harder and stronger.”

Literature is a living organism with its own kind of memory and its own consciousness.

Goldwyn: If, as you note, “uprootedness” is a modern malaise, is a “rooting” or a “rerooting” possible? And, since it’s a poetry interview, is there a difference in the poetry of rootedness and the poetry of uprootedness?

Ainalis: As I said, when I talk about the past I am not talking about it out of nostalgia. No, I don’t think that a “rooting” or a “rerooting” is possible. One can’t “root” oneself if one doesn’t already have roots. Certainly, one can attempt it for the generations to come, but one can’t do it for oneself, mainly because this should be a collective and not an individualistic procedure. So, in my mind, the greatest modern poetry is a poetry of “uprootedness” in the sense that modern poetry is precisely the result of the poets’ vain attempt to fill the void of “not-belonging.”

Goldwyn: Speaking of loss and roots, I want to talk about Europe: France and Greece. You’ve lived in both, of course, and there has been a long tradition of francophilia in Greek letters. You yourself have translated much French poetry into Greek, particularly the prose poems of Baudelaire. Desert Monody represents your third effort at prose poetry (if I’m not mistaken), so could you tell us a little about what you got from translating Baudelaire, what prose poetry can do that poetry in verse can’t, and why you chose prose poetry for this volume?

Ainalis: I have often said that I strongly believe in the concept of “translatability” that Walter Benjamin develops in “The Task of the Translator.” In a sense, the role and the responsibility of a translator lies essentially in the understanding of the writer’s/poet’s era and, consequently, in the understanding of the writer’s or poet’s psyche. So every time that we translate someone else’s poetry and we understand—or we think that we understand—the essence of their poetry, the essence of this poet’s work, this alien essence becomes part of us, we carry it henceforth with us toward a new consciousness. But was this alien essence really alien in the first place, or had we already the psychological and sentimental predisposition to interpellate it?

I mean that already the choice to translate a certain poet states something (of course, I don’t speak here about translations made for a mere livelihood). Since my first poetry book, Electrography (2006), I was looking for various ways to incorporate narrative and dialogue (or monologue) in my poetry. I respect the historicity of literary genres and forms, but I prefer to see literature as a whole. I wanted—I still want—to combine the structural characteristics of the three great literary genres (poetry, narrative, drama) in a cohesive whole. Prose poetry is a great means of attempting exactly that.

April 2020

“There is also this civil war inside of me”

by Zisis Ainalis

for Christos Martinis

There is also this civil war inside of me
From which there is no retreat
From Mourgkana to Kassidiares a straight march
I signed off and surrendered my weapons
Fascists machine-gunned me on the barricades
Who gives a fuck about Leadership?
Ah, but there is a collaborator I’m hiding in my guts
Who will iron him out?
Who will soothe the child?
Who will drown the grief?

I am a sick bird
crawling
My wings are broken
Who stays awake by my bedside?
Who is washing my wounds?
Who stands a vertical crack in the wailing of memory?
And who shoos the birds
In the cold and scares them off?

There is also this civil war inside of me
Which constantly divides me.
Among the dark crossings and the mountain passes
My soul stands in the high places
(Alone in the cold
Beneath the dense pine forests
Swollen rivers)
Crawling like a snail piercing the darkness

In the motionless night,
Dragging its foot,
The horror, destitute, journeys on,
Devouring flesh.

Previously unpublished
Translated by Adam J. Goldwyn

Untitled

by Zisis Ainalis

Sometimes you stop in the white expanse. The hills are dusted with the sands of time and the moon is broken. Ruined desire stretches toward the horizon, the sad remains of a vanquished army, corpses countless worms jackals dogs—Hermanubis and St. Christopher howling beneath the ring of a bitten full moon that branches ominously toward the firmament. And then your magic stops time and cuts it with a vertical stroke. An oasis—maybe an optical illusion, you can’t tell—appears from nowhere. Lofty trees pure water green grass birds hidden secrets. On its lips millenarian words, and it hungrily breathes an old God. I turn around to see you. Desire is born again, the heavens open and the vision reigns. Man up and wait. I take hold of your hand and walk forward.

Opening poem from Desert Monody
Translated by Adam J. Goldwyn

*Adam J. Goldwyn is an associate professor of English at North Dakota State University. His most recent books include the biography Rae Dalven: The Life of a Greek-Jewish American (2022) and Homer, Humanism, Holocaust: Jewish Responses to the Crisis of Enlightenment During World War 2 (2022).

**Σχετικός σύνδεσμος: https://www.worldliteraturetoday.org/2020/summer/there-also-civil-war-inside-me-conversation-zisis-ainalis-adam-j-goldwyn

***Στη φωτογραφία, πορτραίτο του Ζήση Δ. Αϊναλή, από τον Αλέξανδρο Καραβά. Μολύβι, 2018.

“I write poems to create space in language for hope”: A Conversation with Danae Sioziou

by Adam J. Goldwyn*

Danae Sioziou (b. 1987) was raised in Germany and Greece and works as a cultural manager and educator. Her books to date include Useful Children Games and Probable Landscapes, published by Antipodes Editions. Her first poetry collection was awarded both the Writers’ Society “Yannis Varveris” Prize for Young Authors and (ex aequo) the State Literary Prize for New Authors. Sioziou was, for several years, co-editor of the poetry journal Teflon. Her poetry has been translated into more than twenty languages, anthologized (e.g., by Karen Van Dyck in Austerity Measures, 2016), and presented at numerous festivals and other events in Greece and abroad. She is a member of Versopolis, PEN Greece, and the Book History Hub at the National and Kapodistrian University of Athens. She has facilitated many artistic, cultural, and educational projects in Greece and in Europe collaborating with local and international institutions.

Adam Goldwyn: Many anglophone readers, myself included, first came across your work in the 2016 anthology Austerity Measures, which framed what the editor Karen Van Dyck called in the subtitle “the New Greek Poetry” around the economic crisis of 2008, when you were in your early twenties. How did coming of age during the economic crisis shape your poetry? How has your poetry changed as the economic crisis has become less acute?

Danae Sioziou: It has been fifteen years since the beginning of the economic crisis. Back then I was a student and co-editor of the literary journal Teflon. I have worked since I was eighteen years old to support myself, and the crisis only made my life more difficult. I think the crisis shaped my hopes and dreams and fears, but not in a flourishing way. I tried to understand who I was as I witnessed how people all around me were—and still are—struggling with profound and often disorienting economic, cultural, political, and social insecurity.

The crisis in Greece and the media attention it generated increased global interest in all things Greek, but it also imposed certain exoticizing, reductive, and colonially inflected frameworks. It is a fact that things like Greek cinema and anthologies of recent Greek poetry in translation—such as those by Karen Van Dyck and Theodoros Chiotis—have reached broad English-speaking audiences. The Greek arts scene has been said to have flourished during the crisis, but I resist this idea. “Crisis” is more than a term; it is a gaze and a framing that enables certain narratives of the present while excluding others.

It’s a cliché that art thrives in times of crisis. Artists, for example, need money, and money is time out of your life. I have always felt that this cliché underestimates and dehumanizes artists. Sometimes certain works of art shape the grounds for critique and resistance to hegemonic power and foster alternative languages and radical artistic and social imaginaries. But a crisis can also destroy voices. In Greece, for example, there is almost no literature produced by second- or third-generation immigrants. This is a huge loss. Yes, we can call it a crisis, but that means it requires both critical thought and creative and sustained interventions, and what followed the crisis of 2008 was far away from that.

“Crisis” is more than a term; it is a gaze and a framing that enables certain narratives of the present while excluding others.

Goldwyn: One of the tensions that I find so engaging is that your poems are not explicitly political but still respond to the current political and economic moment. “Poem for My Birthday,” to me anyway, shows how even passing the time on your birthday is shaped by invisible political forces; the narrator is literally covered in bills and tax forms, fielding calls from debt collectors, despairing yet resilient. How do you, as a poet, balance writing in and about a specific cultural moment in a way that can still be understood by a global audience not familiar with the Greek economic crisis, or even future generations of Greek readers who will not have lived through it?

Sioziou: I write poems to create space in language for hope. In Probable Landscapes, I wanted to challenge the emphasis that liberal thought places on individualism. I focused on inner and outer landscapes, exploring the relation to land, to ancestors, to others, and to the world. This kind of relation allows for an extended sense of selfhood and belonging. It is an exploration of the art and craft of poetry in terms of creating your own inner map, voice, and mythology. It combines modern and traditional means and themes along with an understanding of poetic rhythm and a vivid narrative style.

I write poems to create space in language for hope.


Goldwyn: “Poem for My Birthday,” like much of your work, reminds me of Kiki Dimoula, the second woman (and first female poet) elected to the Academy of Athens, for whom just being a woman writing poetry about women’s daily lives was in some sense a radical-feminist political act. Is writing about a woman paying her own bills—or, as in “Poem for my Birthday,” struggling to pay the bills—still a feminist act? Do you think of your work within the long tradition of Greek poetry, perhaps even as offering a feminist critique of a Greek poetic tradition that has been dominated by men writing about history, myth, war?

Sioziou: Kiki Dimoula was a great poet; her work constitutes an important part of the national curriculum, and she is a definite influence, especially in my early work. I am very interested in understanding the voices of the past, listening to them, remembering them, and I have long studied the work of women poets from previous decades. However, today I feel closer to contemporary women poets, and their work offers me great inspiration.

When I wrote this poem, “Poem for My Birthday,” I wanted to write a funny, bittersweet poem about my birthday playing with the idea of birthday goals and “birthday as a motivational fresh start” in the individualistic and antagonistic neoliberal reality where everything is measured in terms of success, self-improvement, self-care, etc. The critique of individualism in general reengages feminist critiques of liberal individualism and of masculine norms of self-sufficiency.

In my poetry, I consciously emphasize gender roles quite often because the so-called gender bias in Greece (as well as elsewhere) is still very strong. Gender is one of the central themes of my poetry, which also touches upon themes of language, imagination, oppression. I also write a lot about history, about myth, and about war, and writing on those themes is often a feminine act as well. I can’t keep from talking about what hurts. I try to compensate for it by creating dialogues between light and darkness, humor and irony, mythology and mundane reality. Like the hero of “Poem for My Birthday,” in my poetry I also often resist death and finality. However, after my recent brush with death I had to explore mortality, illness, and poetry in a very different way than I used to.1

Goldwyn: I see this feminist critique as another instance of the way in which your poetry is political without being political in “My Best Friend Is in Love with You,” where the narrator demands that her best friend’s beloved “build her a house”; this is not a particularly political statement, except in considering it as written against the housing and debt crisis in Greece and as a response to cultural norms about gendered expectations in marriage. When you sent me the poem, you told me that it is “in direct conversation with Hera Lindsay Bird’s 2018 poem ‘I want to get high my whole life with you’”: “on the level of the word, this is most evident in my line ‘you must build her a house,’ which invokes Bird’s parallel ‘and make you a beautiful house to live in.’”2 In Bird’s poem, however, she builds the house, but in your version, it is still the (presumably male?) beloved who should build the house, so there is a critique here both of economics—the difficulty of building a house during a debt crisis—and of gender—the expectation that a man provides for his wife. I think this shows something defining about the “New Greek poetry,” which is how it engages with viral internet poetry and how traditional language barriers don’t seem to bother increasingly polyglot and cosmopolitan younger poets. Is that true? How are international influences changing Greek poetry?

Sioziou: Unlike other countries, in Greece we have yet to see multicultural and multiethnic writers. I mean, yes, I was raised in two countries, and there are a few other examples of writers who are first- or second-generation immigrants, but what we don’t hear about are the stories of the generations of immigrants and refugees that have been arriving in Greece during the last few decades. We have minorities from Africa, the Philippines, Syria, Afghanistan, Iraq, and elsewhere, but where are their stories?

Greek poets are being translated, they collaborate, and they are members of communal initiatives and solidarity groups; they serve as distinguished members of creative platforms and organizations. Technology, social media, and the internet in general enable new forms of creative initiatives, communication, exchange of ideas, and gathering. The local interweaves with the global the way we experience it in our daily lives. Underrepresented minorities make use of such opportunities, but they remain underrepresented.

In Greece we lack a national book policy and national book center as well as decentralized facilities and organizations that would offer support and opportunities to writers that come from or live in the provinces, to writers of underrepresented minorities. The state as well as private institutions have been reluctant to offer financial aid, scholarships, or fellowships to writers, although they play a vital role in shaping the cultural assets of the country, its global representation, and its social, political, and artistic future as well. As for myself, I am a member of the Book History Lab in the National and Kapodistrian University of Athens, of the Versopolis poetry platform, and I collaborate with groups and institutions that facilitate cultural and educational initiatives. I am currently working on a new project that will hopefully allow me to fulfill some of my dreams for the future.

Goldwyn: Speaking of institutions that facilitate cultural and educational initiatives, this interview is in many ways a follow-up to a conversation we never had when we met at a dinner after the 2022 Onassis Foundation summer school on Constantine Cavafy—we were introduced by first names, and I didn’t realize at the time you were the Danae Sioziou. But in many ways, I see you and your poetry as the kind of mirror-image of Cavafy: like him, you are a polyglot poet born outside the Greek nation, but Cavafy was kind of the last diasporic writer at the moment when the nationalist idea of Greekness was collapsed to include only those within the borders of the modern Greek nation. Yet you and other younger Greek poets are writing at a moment when this nationalist Greekness is being challenged, as you say, by immigration to Greece, and by the new diaspora of Greeks into the EU and beyond. I see a lot of these tensions, for instance, in your poem “Berlin,” which largely takes place in a taxi in Germany, with the driver discussing the consequences of immigration, economics, and education. As a writer in Greek, born in Germany, fluent in English, writing (like Cavafy) for domestic and international audiences, what does it mean to be a Greek poet?

Sioziou: Yes, the Onassis Foundation summer school devoted to Cavafy is part of a range of educational programs directed at Greek and international academic communities and the general public. A few years ago, I designed the workshop “A poem, an image, an edition,” led by a poet and an artist, for the educational program “Cavafy Goes to School,” which was addressed to middle- and high-school students. In this workshop, students would read Cavafy’s work, get inspired by his poetry, and create their own handmade illustrated editions.

Cavafy was an Alexandrian Egyptian Greek poet, but I have never been to Egypt. I was planning to go this past year, but cancer changed my plans. I was going to visit my dear friend Nourhan Maayouf, who is an Egyptian artist, and explore Egypt with her.3 I was looking forward to this trip also because of the poetry of Cavafy. I have studied his work, I have taught his poetry in many different contexts, but the place where he lived remains out of reach for me. I understand that his world is not there anymore, but I would like to smell the air, the food, and look at the some of the landscapes he looked at. I would like to talk about his poetry with contemporary artists from Egypt. Nourhan and I were thinking of designing a cooking and poetry workshop and some other projects inspired by the poetry of Cavafy. I hope to make it this year if my health allows it.

But I don’t know what it means to be a Greek poet or a poet who writes in Greek. It certainly means you write in a language spoken by very few people. Language in general is an important issue for me since I am trilingual. I grew up in Germany and Greece and studied English. I also speak Spanish and have studied French and Turkish.

It would be important to understand poetry and arts in general as means to foster a space for alternative, unpredictable futures, beyond the limited probabilities of our present, as we search across politics, economics, psychology, and religion for sources of our current problems. Poetry and literature in general can offer another way of thinking about the world, of living together, of drawing attention to our interdependency and our need to support one another across sometimes quite radical differences. The pandemic and the feminist movements—in Iran right now, for example—show that we need global solidarity. We should hold out hope for the unexpected and use imagination to reverse the right-wing trend of our present. To be a poet today is to create space in language for hope and justice.

We should hold out hope for the unexpected and use imagination to reverse the right-wing trend of our present.

Goldwyn: As a translated writer and as a polyglot poet, how do you see your poetry within a cosmopolitan world literature read largely in English translation? Do you feel an obligation in your poetry to represent Greece or Germany or Greek Germans, or to represent or challenge a particular vision that English and international readers might have of Greece and Greeks?

Sioziou: I studied literature and history, which in turn cultivated my tendency to tell stories. It was a family thing as well; I was raised in a large extended family, some of whose members emigrated, so a very common habit in every gathering was storytelling. I believe storytelling bridged the gap between the pre-industrial landscapes of my parents’ village and the postmodern, capitalistic lifestyle that came after. It serves as a doorway into parts of their lives I have never known; those stories of survival are a powerful testimony.

I also think it is quite common. Language serves many different purposes in my writing. In reality, one part of the writer’s work is to trust the words and another is to manipulate them, because language shapes our brains and our reality before we can perceive it. For me, poetic language is a conduit of freedom. Sometimes I work on a piece whose language needs no mediation to reach the reader—which is actually quite difficult to achieve—and other times I allow words to do as they wish and trust the flow before I trust the meaning. I also enjoy using the banal and clichéd elements from everyday life alongside unexpected words or to express unexpected themes. These serve as good-natured pranks but also allow me and my poetic language to become more vulnerable and tender.

The only obligation I feel is to write poems good enough for someone to read without feeling it was a waste of time.

October 2022

Three Poems
by Danae Sioziou
translated by Adam J. Goldwyn

Poem for My Birthday

When it’s my birthday, I want to sleep all day long
covered in bills, W2 forms, postcards,
and I want to cry, but since I am not a crybaby,
I simply say that I will faint and then go to sleep.
Because a birthday after thirty is
like when they surreptitiously open your mail
like when you try to park
and you have blocked traffic
it’s like getting a call from the debt collectors
whether you have a car, children, spouse, dog
or not, a birthday after thirty
is like you are waiting to shop the clearance sale
and you can’t find anything in your size
in general terms it’s not your fault
when it’s my birthday I’m an answering machine
without space for new messages,
someone who hitchhikes on the wrong side of the street,
when it’s my birthday I can’t remember
what’s the big deal
I’m unbearable
and I’m not at all afraid of metaphors
when it’s my birthday, I suddenly remember
that I want to live forever
and I ruin the party.

Burglary

As I open the door to my house,
I think that poetry is a privilege
like the expensive toys of childhood
or listening to your favorite song for the hundredth time
under ideal listening conditions
like kissing the love of your life
like millions of sparkling ponies
like life on other planets
like honey that dissolves completely in tea
like herds of lightning in the distance
and I like writing poems
as I like lying in the grass
eating cream with apricots, petting dogs
and even if people don’t like to hear poems
I like their sound
the way you put the words in order
the way you open the door holding the keys
to an inviolable house
I like writing poems
like cats like licking themselves in the sun
and I want to get good at this work
I want to get good at this work.

My Best Friend Is in Love with You

My best friend is in love with you
and you must build her a house
because she’s my best friend
and she’s in love with you
she aligns herself to your thoughts
just like the magi to the North Star
her every step follows this thought
magnetically drawn toward your constellation
like a temple complex
like a mathematical sequence
like a symphony
like end credits
like two hundred and fifty flavors of ice cream
like a collection of short stories, poems, butterflies, coins
like any collection it too requires
a fanatic or someone lost
she’s my best friend and when she falls in love
her hair floats up toward the sky
it expands, grows long
and joy gets bigger like the moon
3.8 centimeters per year
you must build her a house
because she’s my best friend
And she’s in love with you.

Translation from the Greek

Translator’s note: From Probable Landscapes (Antipodes Editions, 2021).

1 In January 2022 Danae was diagnosed with cancer but did not publicly reveal her diagnosis until September.

2 Hera Lindsay Bird (b. 1987) is a New Zealand poet.

3 Nourhan Maayouf (b. 1990) is a Swiss-educated, Cairo-based visual artist.

*Adam J. Goldwyn is an associate professor of English at North Dakota State University. His most recent books include the biography Rae Dalven: The Life of a Greek-Jewish American (2022) and Homer, Humanism, Holocaust: Jewish Responses to the Crisis of Enlightenment During World War 2 (2022).

**From here: https://www.worldliteraturetoday.org/2023/january/i-write-poems-create-space-language-hope-conversation-danae-sioziou-adam-j-goldwyn?fbclid=IwAR3Mx3L748L2OAx3A-sbBAilOm3VtjxXF-vmkv7hLEWki7xyaGD09zANOfA

Μαριάννα Πλιάκου: «Οι λέξεις είναι ό,τι έχουμε, το περιβάλλον και εργαλείο μας»

Συνέντευξη στον Ιωσήφ Αρνέ για το flactalart.gr

Η Μαριάννα Πλιάκου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976. Σπούδασε Ιστορία, Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και Ψυχολογία. Ζει κι εργάζεται στο Guernsey. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Σιωπή» (εκδόσεις Πολύτροπον 2015), «2017» (εκδόσεις Κύφαντα 2019) και «Χ» από τις εκδόσεις Βακχικόν.

-Πώς αντιμετωπίζετε την ποίηση: ως μια ταυτότητα ή ως μια ετερότητα μέσα στη σύγχρονη ζωή;
Η ποίηση, νιώθω, λειτουργεί με δύο τρόπους, καθώς συζητά το πιθανό και μαζί το απίθανο. Έτσι, από τη μία αναπνέει (σ)την εποχή της. Γι’ αυτό, λόγου χάρη, μεταξύ άλλων, αποτελεί εργαλείο έρευνας στην ψυχολογία. Από την άλλη, ως ετερότητα, ανακατασκευάζει τον κυρίαρχο Λόγο της εκάστοτε εποχής, πατώντας συχνά με το ένα πόδι στο μέλλον (λ.χ. η ποίηση του Καβάφη).

-Ο ποιητής είναι μια περσόνα γύρω από τις λέξεις ή λειτουργεί με έναν ενστικτώδη ορμεμφυτισμό;
Συντάσσομαι με την άποψη ότι οι λέξεις είναι ό,τι έχουμε, το περιβάλλον και εργαλείο μας, επομένως και το πιο ανατρεπτικό ποιητικό ένστικτο τελικά καλείται να λειτουργήσει κάτω και γύρω από αυτές. Το στοίχημα είναι κανείς να τις κάνει δημιουργικά μέρος της δικής του αφήγησης.

-Μπορεί η τέχνη να κλείσει τις πληγές των ανθρώπων μέσα σε μια ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική;
Ο θεραπευτικός ρόλος της ποίησης και της τέχνης έχει τεκμηριωθεί. Η τέχνη μπορεί να αναπτύξει την ενσυναίσθηση και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Επίσης, πολύ ενδιαφέρον έχει ο ρόλος της ηθικής ομορφιάς στην τέχνη (έργα σχετικά με την αυταπάρνηση και τις πράξεις αγάπης, δικαίου και ελέους), καθώς εμπνέει το άτομο να υπερβεί τα στενά όρια του εαυτού του, λειτουργώντας ανακουφιστικά στην ανθρώπινη ψυχή.

-Πιστεύετε ότι ακολουθείτε το δρόμο άλλων ποιητών ή ακολουθείτε μια μοναχική πορεία μέσα στη γραφή σας;
Και βέβαια επηρεάζομαι από το λόγο των άλλων δημιουργών. Διακειμενικότητα υπάρχει με έναν τρόπο σε όλα τα έργα και όλα τα έργα, έτσι, τελικά συνομιλούν. Ωστόσο, προσπαθώ συνειδητά να αναπτύξω μία όσο το δυνατόν πιο προσωπική αισθητική και φόρμα.

-Ποιές εικόνες κρατάτε μέσα σας από τη ζωή σας; Ποιές εικόνες με άλλα λόγια εφορμούν στη γραφή σας;
Τα πρόσωπα που αγαπώ βρίσκουν συχνά το δρόμο τους στα ποιήματά μου. Μαζί, φωτογραφίες «αποφασιστικών στιγμών» που έχουν να κάνουν με συναισθήματα, ανησυχίες, αναζητήσεις. Το τελευταίο βιβλίο, το «Χ», φέρνει μαζί εικόνες του Guernsey, ως νησί-εργαλείο, για την επικοινωνία και ανάδειξη του ποθητού «εμείς», που πατά στην ανθρωπιά που όλοι κατοικούμε.

-Ποια ερωτήματα καλείται να απαντήσει ο ποιητής διαχρονικά αλλά και στο παρόν που ζούμε;

Οποιοδήποτε ερώτημα (μπορεί να) έχει αξία. Προσωπικά, ιδιαίτερα στο παρόν που ζούμε, και για να ξαναγυρίσω στο θέμα της ηθικής ομορφιάς στην ποίηση, έχω αδυναμία και σεβασμό σε κοινωνικά ευαίσθητες και ανήσυχες δημιουργίες (και δημιουργούς).

-Ποιο το νόημα της λέξης στην ποίηση; Μια απλή μορφή έκφρασης ή ένα ψυχικό αποτύπωμα;
Νομίζω το ίδιο πράγμα είναι, θέλω να πω η έννοια της μορφής έκφρασης και του ψυχικού αποτυπώματος εδώ. Αυτό που φαίνεται να αλλάζει στα δύο είναι η ένταση. Και την ένταση την ορίζει ο αναγνώστης, καθώς βρίσκει (περισσότερο ή λιγότερο) κάτι από τη δική του πραγματικότητα στις λέξεις που διαβάζει.

-Είναι η ποίηση το καταφύγιο του ανθρώπου;
Επιστρέφουμε στη συζήτηση για το θεραπευτικό ρόλο της ποίησης, επομένως ένα μεγάλο ναι.

-Μπορεί ο κόσμος να ζήσει ποιητικά;
Αν με τον όρο ποιητικά εννοούμε να κατανοείς το πραγματικό και το πιθανό, και μαζί να μπορείς να φανταστείς και να ελπίσεις το απίθανο, τότε και μπορεί και πρέπει.

Μια συνέντευξη του Ζουλιέν Κλάους (Hugo Maurice Julien Claus – 1929-2008) πριν 22 χρόνια

Ο Ούγκο Μορίς Ζουλιέν Κλάους, όπως είναι το πλήρες όνομα του Φλαμανδού συγγραφέα, δεν είναι από τους δημιουργούς που θα τον ήθελε μια χώρα, μέλος μάλιστα τής Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως είναι το Βέλγιο. Ο λόγος του είναι μια μπουνιά στο στομάχι της Ευρώπης, καθώς δηλώνει αναρχικός, εξ ου και απεχθάνεται τα κοινοβούλια. Πολυτάλαντος, μοιράζει το ταλέντο του στην ποίηση, την πεζογραφία, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, το θέατρο.

Γεννημένος στην Μπριζ, στις 5 Απριλίου 1929, τα πρώτα χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Παρίσι, έως ότου στραφεί στη συγγραφή, επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό. Χαρακτηριστικά του έργου του, η ειρωνεία, το παράλογο, η ανατροπή των καταστάσεων, η κριτική ματιά στη σύγχρονη – υποκριτική – φλαμανδική κοινωνία. Δεξιοτέχνης της γλώσσας, φέρνει τα πάνω-κάτω στη γραμματική και τη σύνταξη, υπηρετώντας το στιγμιαίο της γραφής, για να δηλώσει την αξία της κάθε ανθρώπινης στιγμής.

Αν και είναι βραβευμένος με το Ευρωπαϊκό Αριστείο 1998 για το μυθιστόρημά του «Οι φήμες», ποσώς ενδιαφέρεται για βραβεία και διακρίσεις. Το βιβλίο του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», σε ρέουσα μετάφραση του Γιάννη Ιωαννίδη. Από τον ίδιο μεταφραστή και τον ίδιο εκδότη θα κυκλοφορήσει το «Ανολοκλήρωτο παρελθόν».

-Στα έργα σας δεν έχετε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό ύφος. Βρίσκεσθε σε διαρκή συνομιλία με όλες τις λογοτεχνικές κατακτήσεις του παρελθόντος. Η τέχνη σας υπακούει στο μεταμοντερνιστικό πνεύμα;

«Ναι, ναι συμφωνώ. Είναι ακριβώς έτσι, όπως τα λέτε. Θέλω να σας πω ότι όταν γράφω δεν λειτουργώ με τη λογική. Πιστεύω ότι όλα είναι ζήτημα στιλ. Αν αφήνω στο έργο μου να διαφανούν διαφορετικά στιλ, δεν το κάνω τυχαία. Διαφορετικά, η απουσία τους είναι ένδειξη ένδειας».

-Πάντως, οι ρίζες σας βρίσκονται στον υπερρεαλισμό, έτσι δεν είναι;
«Από τα νεαρά μου χρόνια ήμουν υπερρεαλιστής. Τρέφω ακόμα θαυμασμό στην ηθική του. Οχι στον ονειρικό του κόσμο, αλλά στον ηθικό του. Υπάρχουν τρία σπουδαία πράγματα: η ποίηση, η επανάσταση, η αγάπη. Οχι βέβαια η ποίηση των Αλεξανδρινών, ούτε η επανάσταση των οδοφραγμάτων, ούτε η αγοραία αγάπη. Αυτές οι τρεις έννοιες με καθόρισαν. Αυτούς που δεν παραδέχονται -αυτές τις έννοιες ούτε καν τους χαιρετώ».

-Αισθάνεσθε ότι έχετε συγγένειες με τον Ανρί Μισό;
«Είναι ένας από τους διδακάλους μου. Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που κάνουν πράγματα και αυτοί που ξέρουν το γιατί. Εγώ ασχολούμαι μόνο με τη δημιουργία. Πήγα σχολείο ώς τα δεκαπέντε μου. Ξέρετε έχω πολλά κενά, γιατί δεν επεξεργάζομαι λογικά αυτά τα οποία κάνω».

-Παρατηρώ ότι το έργο σας το χαρακτηρίζει η ειρωνεία και η ανατροπή.
«Εχω μια δική μου διαλεκτική, έναν δικό μου τρόπο. Είναι σαν κάτι πολαρόιντ φωτογραφίες που, όμως, το πάνω κομμάτι τους είναι σχισμένο. Αλλιώς, θα ήταν παρά πολύ… όμορφες. Με ρωτάτε, κι όσο σας απαντώ αισθάνομαι σαν καθηγητής στο σχολείο».

-Είστε πολυτάλαντος.
«Ολες αυτές τις μορφές τέχνης και έκφρασης τις χρειάζομαι, αλλιώς θα βαριόμουνα. Αλλά για πρακτικούς λόγους. Η συγγραφή είναι πολύ κακή για το στομάχι. Συν τοις άλλοις, θέλω να εκφράζω τις μεγαλομανείς τάσεις που έχω παίζοντας το σκηνοθέτη και να δίνω το δικαίωμα σε μερικούς βλάκες να μου ασκούν κριτική».

-Είστε εναντίον των κριτικών;
«Είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεις έναν καλό κριτικό από έναν καλό ποιητή, γιατί πρέπει να έχεις γεννηθεί κριτικός. Ορισμένες φορές έχεις την τύχη να συναντήσεις ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη και ταυτόχρονα είναι κριτικοί, όπως ο Σαρλ Μπονλτέρ. Αυτή είναι πολύ σπάνια ράτσα».

-Σε ποιον πολιτικό χώρο ανήκετε;
«Ούτε Θεός ούτε αφέντης. Αυτό ήταν το σύνθημα των αναρχικών»

-Είστε αναρχικός;
«Ναι, βεβαίως, είμαι αναρχικός. Κατά την Ισπανική Επανάσταση, το διάστημα ’35-’36, ήταν μια περίοδος που κυριάρχησε η ισότητα»

-Ποια είναι η θέση σας για την Ενωμένη Ευρώπη και την επέμβαση στο Κόσοβο;
«Αισθάνομαι διπλή μελαγχολία. Θέλω να σας δηλώσω ότι είμαι άθεος, όμως δεν μπορώ να βλέπω οι διαφορές των θρησκειών να γίνονται πρόξενοι δολοφονιών. Και ο Πάπας είναι δολοφόνος! Βεβαίως, δεν σας κρύβω ότι τρέφω μεγάλο σεβασμό σ’ αυτούς που θέτουν ερωτήματα και ζητούν μεταφυσικές απαντήσεις. Αλλά κυνηγώ μ’ όλη μου τη δύναμη αυτούς που χρησιμοποιούν τη θρησκεία για ν’ αποκτήσουν πλούτο και δύναμη. Οταν ήρθε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα, οι στωικοί έλεγαν:
“Αυτός είναι τρελός! “. Δεν παρενέβησαν. Ετσι μπήκε ο Xριστιανισμός στην Ευρώπη. Αν τον είχαν σκοτώσει! … Οσο για την Ενωμένη Ευρώπη, τι να σας πω. Κυβερνάται από κοινοβούλια!».

*Η συνέντευξη δόθηκε στον Βασίλη Κ. Καλαμαρά και δημοσιεύτηκε στην “Ελευθεροτυπία” την Πέμπτη, 2 Φεβρουαρίου 2000.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης μιλά στον Αντρέα Παγουλάτο για τον Εμπειρίκο

Αντρέας Παγουλάτος και Νάνος Βαλαωρίτης

Αντρέας Παγουλάτος: Πότε διάβασες για πρώτη φορά ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου; Πότε συναντήθηκες μαζί του και γίνατε φίλοι;

Νάνος Βαλαωρίτης: Πιστεύω ότι πρωτοδιάβασα ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου στα «Νέα Γράμματα», στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Αλλά την εποχή εκείνη, δεν τον είχα ακόμη γνωρίσει… Τον γνώρισα γύρω στο 1940, 1941, στο εστιατόριο του Βασίλη, στην οδό Βουκουρεστίου, όπου πηγαίναμε πολλοί συγγραφείς και ζωγράφοι, να φάμε, μετά τις συναντήσεις μας στο στέκι μας, το Μπραζίλιαν. Πιθανόν να μου τον γνώρισε ή ο Τσαρούχης ή ένας «αναλυόμενος», ο Γαβαλάς. Στην ίδια περίσταση γνωρίστηκα και με την Μάτση Ανδρέου (Χατζηλαζάρου), που τρώγανε μαζί, σαν ζευγάρι που ήταν. Λίγο αργότερα του ζήτησα κι ένα ραντεβού για ψυχανάλυση. Αφού με άκουσε, μου είπε ότι δεν έχω σοβαρό πρόβλημα κι αρνήθηκε να με πάρει για ανάλυση. Ήμασταν άλλωστε ήδη φίλοι.

Α.Π.: Πώς εξελίχθηκαν οι σχέσεις σας, εκείνη ιδιαίτερα την εποχή, σχέσεις που από όσο γνωρίζω διατηρήθηκαν πολύ φιλικές ως και το τέλος της ζωής του, το 1975;

Ν.Β.: Στην αμέσως μετά περίοδο, συναντιόμαστε στο σπίτι του, τις Πέμπτες, αν θυμάμαι καλά, και διαβάζαμε τα ποιήματά μας, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Εγγονόπουλος, ο Κακναβάτος, ο Παπαδίτσας, ο Λίκος και άλλοι. Ο Εμπειρίκος κι ορισμένοι άλλοι σχολίαζαν σύντομα τα ποιήματα που ακούστηκαν.

Α.Π.: Περίγραψέ μας μια τυπική επίσκεψη στο σπίτι του Εμπειρίκου, αργότερα, στην μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο περίοδο, όταν σας διάβαζε αποσπάσματα από τον «Μέγα Ανατολικό»…

Ν.Β.: Μετά τον πόλεμο πλέον και τον εμφύλιο, στις αρχές των χρόνων του ’50 και αργότερα, πηγαίναμε στο σπίτι του, στην οδό Νεοφύτου Βάμβα και ακούγαμε κεφάλαια του «Μεγάλου Ανατολικού» κι επίσης διαβάζαμε δικά μας κομμάτια, που τα μαγνητοφωνούσε. Οι συζητήσεις ήταν ζωηρές από πάντα και ο ίδιος τρομερά ενθαρρυντικός και ενθουσιώδης.

Α.Π.: Εσύ που ήσουν ένας από τους στενούς του φίλους και σου εκμυστηρευόταν, φαντάζομαι τα σχετικά με την ποιητική του και τη γενικότερη εξέλιξή του, πώς θα περιέγραφες, στο πέρασμα του χρόνου, τις σχέσεις του Ανδρέα Εμπειρίκου με τον υπερρεαλισμό;

Ν.Β.: Πρέπει να ομολογήσω ότι πιο σπάνια μιλούσαμε για θεωρητικά θέματα. Κυρίως αρκούνταν σε σχόλια στα ποιήματα που άκουγε… Ήταν η εποχή, όπου η Μαρία κι εγώ σχετιζόμασταν με τον Αντρέ Μπρετόν και τον κύκλο των οπαδών του. Του φέραμε την Ελίσα Μπρετόν, να τη γνωρίσει. Και του λέγαμε διάφορα νέα απ’ το Παρίσι. Αυτά ήταν σε μια πρώτη φάση…

Α.Π.: Πιστεύεις ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ή ακόμη στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Ανδρέας Εμπειρίκος θεωρούσε τον εαυτό του, παρ’ όλες τις αλλαγές που είχαν γίνει στο διεθνές ήδη υπερρεαλιστικό κίνημα, καθαρά υπερρεαλιστή;

Ν.Β.: Ασφαλώς ναι, αν και είχε διαχωρίσει την πολιτική του θέση σχετικά με τον μαρξισμό. Αιτία που δεν τους επισκέφθηκε στο Παρίσι, γιατί νόμιζε ότι ήταν ακόμη ιδεολογικά στην ίδια γραμμή: βέβαια κυρίως του Τρότσκι, αλλά και του Μαρξ. Ο μεν Περέ ήταν μαρξιστής μέχρι τέλους. Αλλά ο Μπρετόν έμοιαζε να έχει στραφεί μάλλον προς τον Μπακούνιν. Στο μεταξύ είχαν στρέψει την προσοχή τους στον εσωτερικισμό, στην αλχημεία, στον ερμητισμό. Αυτά τα τελευταία δεν τα γνώριζε τόσο καλά ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Και δεν ξέρω αν του φέρναμε τα περιοδικά της περιόδου, πάντως τον είχαμε πληροφορήσει για την στροφή σε μία έμφαση στη γλώσσα και μία γενική υποστήριξη πολιτικών θεμάτων της εποχής, από διαμαρτυρίες για τον πόλεμο στην Αλγερία μέχρι την υποστήριξη του Πολίτη του Κόσμου, στα Ηνωμένα Έθνη, και αντιπυρηνικές διαδηλώσεις. Γενικά ήταν μια ανεξάρτητη στάση πολιτικά και ιδεολογικά – αριστερή χωρίς ένταξη.

Α.Π.: Ποια ήταν η θέση και η στάση του για την προσπάθεια έκδοσης περιοδικού, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60; Ποιες ήταν οι σχέσεις του, αργότερα, με το «Πάλι»:

Ν.Β.: Ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας ενός περιοδικού, όπως φαίνεται από το βιβλίο μου «Μοντερνισμός, πρωτοπορία και Πάλι» (εκδόσεις Καστανιώτη), στα γράμματά του κι ενίσχυσε οικονομικά το πρώτο και τα υπόλοιπα τεύχη. Και ως γνωστόν μας έδωσε και δημοσιεύσαμε πολλά ποιήματα και πεζά. Επίσης, την ίδια εποχή, έγινε η επαφή με τον Alan Ross και με τον Νίκο Στάγκο, μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν, στην Αγγλία τα «Γραπτά» με τον τίτλο “Amour Amour”. Στο «Πάλι» δημοσιεύτηκαν και περικοπές (αυτολογοκριμένες λόγω των τυπογράφων) του Μεγάλου Ανατολικού.

Α.Π.: Στις μεταθανάτιες συλλογές του «Οκτάνα» και «Αι γενεαί πάσαι», διακρίνει κανείς σε ορισμένα ποιήματά του, μιαν ιδιότυπη, αλλά ουσιαστική επίδραση από την ποίηση των μπήτνικς. Μιλούσατε για αυτήν την σχετικά νέα λογοτεχνία, και ποια ήταν η άποψή του για αυτήν, που, άλλωστε, την είχατε δημοσιεύσει και παρουσιάσει και στο «Πάλι»;

Ν.Β.: Ήταν ενθουσιώδης, και του γνωρίσαμε Αμερικανούς ποιητές, όπως τον Φίλιπ Λαμαντία, τον Conrad Rooks και τη γυναίκα του Zina Rakovski, καθώς και τον Charles Henri Ford, τον Αμερικανό υπερρεαλιστή. Ο Rooks κατόπιν έγινε σκηνοθέτης δύο ταινιών, που η μία ήταν για τους μπήτνικς και η άλλη για τον Σιντάρτα – για την ζωή του Βούδα, ή ακόμα για τον Hermann Hesse. Και από αυτόν γνώρισε πιθανόν τον Γκρέγκορι Κόρσο και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ κι επίσης τον Harold Norse. Αυτοί όλοι έβγαλαν ένα τεύχος του περιοδικού «Residue» την άνοιξη του 1965. Τότε ο Εμπειρίκος μεταφραζόταν αγγλικά, αλλά, αυτοί οι νέοι φίλοι του, γνώριζαν λίγο το έργο του. Αυτός, πάντως, τους «ενσωμάτωσε» σε πολλά ποιήματά του, συνδέοντας τους με την παράδοση του Walt Whitman.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανοιχτός, όπως πάντα, στους δημιουργικούς ανέμους που έπνεαν στον κόσμο, δεν αγνόησε τους νέους αυτούς Αμερικανούς ποιητές και είναι προς τιμήν του ότι δεν υπήρξε ποτέ δογματικός. Τον είδα μια τελευταία φορά μετά την πτώση της χούντας, πριν πεθάνει, στην Κηφισιά, και ήταν όπως πάντα γεμάτος από το σφρίγος φιλίας και καρδιάς.

*Αναδημοσίευση από το Στίγμα Λόγου στο: http://stigmalogou.blogspot.com/2019/10/blog-post_21.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+blogspot%2FJkQng+%28στίγμαΛόγου%29

“Η λογική οφείλει να ελέγχει το συναίσθημα, να λειτουργεί σα φίλτρο” – Συνέντευξη Ιωάννας Διαμαντοπούλου

Ρωτάει ο Δημήτρης Μπονόβας

Μπορεί μία μαθηματικός να γράψει ποίηση; Ένα αναλυτικό, υπολογιστικό μυαλό, να ασχοληθεί με την τέχνη; Ένα άτομο που έχει περάσει όλη του τη ζωή μέσα σε πράξεις και αριθμούς, να σκεφθεί ελεύθερα, αφαιρετικά και να ακουμπήσει το στυλό στο χαρτί για να ξεκινήσει ένα ταξίδι στους μακρινούς λαβυρίνθους που μπορεί να κρύβει το ανεξήγητο της ποίησης; Κι όμως, μπορεί. Και πολύ εύκολα μάλιστα. Και με μεγάλη επιτυχία.

Ένα τέτοιο άτομο φιλοξενώ σήμερα στη στήλη μου. Μία μαθηματικό η οποία παράτησε για λίγο τη λογική της επιστήμης της για να μας προσφέρει απλόχερα το συναίσθημα που φώλιαζε μέσα της. Και το έκανε με πολύ ωραίο τρόπο στην ποιητική της συλλογή “Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας”.

Σας παρουσιάζω λοιπόν, την Ιωάννα Διαμαντοπούλου!

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Τι είναι εκείνο που σε ωθεί να γράφεις;
Ι.Δ.: Μα η επιθυμία να ντύσω ένα συναίσθημα και να το απευθύνω, να το βγάλω στον κόσμο έξω. Είναι μια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού αφ’ ενός, αυτοκαταγραφής και αφ’ ετέρου κίνησης από το εγώ προς το εσύ, απεγκλωβισμός δηλαδή συναισθημάτων, αναζήτησης κοινωνών σκέψεων.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσένα να καταφέρεις να “εκφράσεις” τη σκέψη σου πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί;
Ι.Δ.: Δεν μπορώ να μιλήσω για ευκολία ή δυσκολία ποιητικής έκφρασης. Πιστεύω ότι η ποίηση δεν κατασκευάζεται, γυμνό αναβλύζον συναίσθημα είναι που βγαίνει προς άγραν λέξεων. Θέλω να πω ότι είναι προϊόν εσωτερικής ανάγκης, άρα βγαίνει αβίαστα. Δεν είμαι της άποψης ότι η ποίηση κατασκευάζεται υπό κανονικές συνθήκες και σε πειθαρχία γραφείου.

Ποιες οι επιρροές σου;
Ι.Δ.: Επιρροές είναι όλα όσα συναντήσαμε, διαβάσαμε, αγαπήσαμε, όσα μας πόνεσαν, όσα μας δίδαξαν, όσα δε θελήσαμε να μάθουμε ακόμα κι αν μας πόνεσαν, είναι επιρροές, διαμορφώνουν άποψη ζωής, ματιάς για τον κόσμο. Ποιητές αγαπημένοι πολλοί και διαφορετικού ύφους. Καβάφης, Σινόπουλος, Μαρκόπουλος, Τόμας Μπρας, Ρίλκε, Πέτερ Χάντκε, Έζρα Πάουντ, Γιόζεφ Ροτ. Ο τελευταίος, αν και μη ποιητής, είχε μια ποιητική ματιά ακόμα και στην αλληλογραφία του με τον Τσβάιχ. Και βεβαίως ΕΛΙΟΤ.

Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σου; Συναίσθημα ή λογική και γιατί;
Ι.Δ.: Με έχει πολύ απασχολήσει ποιος μεταξύ αυτών των δύο συνεταίρων πρέπει να έχει την πρωτοκαθεδρία.
Πιστεύω στη σωστή ανάμειξη. Η λογική οφείλει να ελέγχει το συναίσθημα, να λειτουργεί σα φίλτρο. Ακατέργαστο συναίσθημα δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, δεν είναι προσωποπαγές, για μένα σχεδόν άνευ αξίας.
Τα θέματά μου είναι τα αιώνια θέματα του ανθρώπου: ο πόνος, η απώλεια όχι μόνο μέσω θανάτου, ο φόβος… Όλα αυτά που είναι αρνητικά και ευχαρίστως θα θέλαμε να τα κλείσουμε έξω από την πόρτα μας.
Εγώ, και φυσικά όχι μόνο εγώ, αλλά τώρα μιλάω για μένα, εγώ τα βάζω μέσα, τους επιτρέπω τη δίοδο.
Όταν γνωρίσεις το φόβο, δεν τον φοβάσαι πια.

Πες μας λίγα λόγια για την ποιητική σου συλλογή, “Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας”. Πώς γεννήθηκε η ιδέα, ο τίτλος, τα ποιήματα;
Ι.Δ.: Ό,τι έχω να πω είναι αποτέλεσμα του τρόπου λειτουργίας που περιέγραψα ανωτέρω, πολλές φορές σηκώθηκα μέσα στη νύχτα να καταγράψω δυο λέξεις, κάποιες παρατηρήσεις, ένα κομμάτι από όνειρο. Το βιβλίο ξεκινάει με ένα ποίημα , ειρωνεία βασικά, θέλοντας ακριβώς να προϊδεάσει για το αντίθετο. Τα ανθρώπινα πάθη παραμένουν τα ίδια και οι λέξεις, πάντα με τα ίδια στιλέτα, τα παραμονεύουν. Τα ποιήματα δεν έχουν να κάνουν με προσωπικά βιώματα και μόνον. Θα ήταν πληκτικό και εγωκεντρικό.
Αποτέλεσμα παρατηρήσεων στο δρόμο, κλεφτές ματιές στη ζωή των άλλων αλλά και η αίσθηση της φύσης που πλησιάζει τον άνθρωπο όσο κι αυτός να απομακρύνεται απ’ αυτήν, με συγκινούν αφάνταστα. Είναι εικόνες ζωής, τρυφερές, πονεμένες, αξιόλογες και σου προσφέρονται. Αν τις θέλεις.
Όσον αφορά τον τίτλο “ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ”, η μέρα αποφασίζει τι θα δω, τι θα ακούσω, σε τι θα συμμεθέξω. Είναι σαν στημένο παιχνίδι. Δεν παίζεις όμως με τον χρόνο για να κερδίσεις. Για το παιχνίδι γίνεται όλη η δουλειά. Και αν το καταλάβεις αυτό, φεύγεις με αυτό σαν κέρδος από ένα στημένο παιχνίδι.

Οι προηγούμενές σου δουλειές;
Ι.Δ.: Οι προηγούμενές μου δουλειές ήταν τέσσερις συλλογές αρχικά με μεγάλες αποστάσεις. Αυτό οφειλόταν γιατί ήμουν όμηρος του διλήμματος “να σιωπήσω ή να μιλήσω” για πολλά χρόνια, αποφασίζοντας τελικά τη σιωπή. Οι συλλογές είναι: ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΤΕΡΝΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ΩΡΕΣ, ΑΣΤΕΓΗ ΜΕΡΑ – Μελάνι 2014 – ΣΤΡΑΤΟΣ ΞΥΠΟΛΗΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ – Βακχικόν 2018 – και ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ – Βακχικόν 2019.
Τον Απρίλιο θα κυκλοφορήσει επίσης ένα μονόπρακτό μου από το Βακχικόν.

Ποιητής/τρια γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Ι.Δ.: Συγγραφέας γίνεσαι ίσως, ποιητής δεν γίνεσαι. Είμαι κάθετη σε αυτό.

Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι -στον τομέα της λογοτεχνίας- τι θα ήταν αυτό;
Ι.Δ.: Δεν μπορώ να αλλάξω κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας και σε κανέναν τομέα γενικώς, γι’ αυτό και δεν απασχολούμαι με παρόμοιες σκέψεις.
Προϋπόθεση για να αλλάξεις κάποιον ή κάτι είναι το να υπάρχουν όντα ευήκοα. Ζούμε σε μία εποχή που με την υποστήριξη των μίντια ο άνθρωπος μιλάει τόσο πολύ εις βάρος της σοβαρότητας και ακούει τόσο λίγο. Ακούγοντας, μαθαίνεις όμως. Όταν τριγυρνάς όλη την ημέρα γύρω από την ουρά σου και φωτογραφίζεις ακόμα και τον καφέ που πίνεις για την ενημέρωση των διαδικτυακών σου φίλων, τότε σου διέφυγε και η πραγματικότητα και το όνειρο.
Όλοι λοιπόν θεωρούν ότι έχουν κάτι να πουν. Οπότε εγώ τους αφήνω. Λέω από μέσα μου το Καβαφικό “τη εξαιρέσει εμού” και μιλάω μόνον όταν μου ζητηθεί. Όπως τώρα.

Όλο και νέοι επίδοξοι καλλιτέχνες εμφανίζονται στον ορίζοντα. Αν έπρεπε να τους δώσεις μια συμβουλή, ποια θα ήταν;
Ι.Δ.: Συμβουλές προς νεώτερους και όχι μόνον. Κανονικά μόνο μία. Σεμνότητα. Κανένας δεν κατοικεί μόνος του στον πλανήτη. Κανένας δεν είναι ανεπανάληπτος. Να ασκούμεθα στο να βλέπουμε τις πραγματικές μας διαστάσεις και να μη μας ξεγελούν μαγικοί καθρέφτες.

Τι να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον;
Ι.Δ.: Αρχικά το μονόπρακτο, επίσης μια σειρά μεταφράσεων Γερμανών ποιητών για το Βακχικόν, επίσης ποιήματά μου γεννιούνται, ζουν, πεθαίνουν, ετοιμάζονται, περιμένουν καρτερικά στα εξωμαθηματικά μου συρτάρια.

Ιωάννα, σε ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο που μας διέθεσες και σου ευχόμαστε ολόψυχα κάθε επιτυχία στο έργο σου!!!
Ι.Δ.: Ευχαριστώ πολύ, Δημήτρη Μπονόβα!
Ελπίζω να μη μακρηγόρησα.

Επεξεργασία εικόνας: Παναγιώτα Γκουτζουρέλα

*Αναδημοσίευση από εδώ: https://www.thematofylakes.gr/synentefksi-iwanna-diamantopoulou/?fbclid=IwAR0JJtne_k_W04QJ75fJSl4UxTVkbxdXoMbPs81TF0nyQyiroqWFYf1fYgU

«Η ποίηση δεν είναι κοινωνικό αξεσουάρ»

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε συζήτηση με τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

Ποιοι είναι οι φανεροί και οι κρυφοί σταθμοί στη σαραντάχρονη ποιητική σου πορεία;
Ξεκίνησα μέσα στη δικτατορία, όταν όλα, δηλαδή, και στην κοινωνία και στη λογοτεχνία, βρίσκονταν σε μια φρικτή αναγκαστική καταστολή. Συμμαχούσης και της εφηβείας, ο λόγος μου ήταν «ηχηρός» και καταγγελτικός, επηρεασμένος περισσότερο στη συλλογή Η κλεφτουριά του κάτω κόσμου και λιγότερο στη συλλογή Η θλίψις του προαστίου, διότι εδώ πλέον άρχισαν να με επηρεάζουν και πολλοί έλληνες ποιητές, όπως π.χ. στη συγκεκριμένη συλλογή ο Θωμάς Γκόρπας.

Στη συνέχεια, σημαντική μου στιγμή πιστέυω ότι είναι Οι πυροτεχνουργοί, πολύ πολύ αγαπημένη μου συλλογή, η οποία μπορεί να γράφτηκε σε μια περίοδο ανάτασης και αμεριμνησίας, αλλά κατά βάθος ήταν εκείνη που μου άνοιγε σιγά σιγά την πόρτα εσωτερικότερων, μέσα στην ψυχή μου, τοπίων. Τοπίων που από τότε μέχρι και σήμερα, η ενασχόλησή μου μαζί τους συνεχίζεται με μεγαλύτερη, κάθε φορά, επιμονή και προσήλωση.

Ποιες εκλεκτικές ποιητικές συγγένειες αισθάνεσαι να σε προσδιορίζουν;
Αν και ποτέ δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει με απόλυτη σιγουριά ποια από τα προηγούμενα επιτεύγματα στάθηκαν γι’ αυτόν καθοριστικά, θα τολμούσα, τώρα πια, να έλεγα ότι εγώ ωφελήθηκα από δεκάδες ποιητές μας, από την εποχή του Σολωμού μέχρι και σήμερα, είτε αυτοί ήσαν πρώτου μεγέθους είτε ήσαν μικροί έως ελάχιστοι. Ωφελήθηκα από τη γενιά του τριάντα, από τη δεύτερη μεταπολεμική, από τους ποιητές της γενιάς μου, αλλά τη μεγάλη χάρη νομίζω ότι την οφείλω στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και, πιο πολύ μάλιστα, στον Τάσο Λειβαδίτη και στον Δ.Π. Παπαδίτσα. Επίσης, δεν θέλω να ξεχάσω τους ποιητές -της ίδιας πάντα γενιάς- που η γραφή τους αποτολμούσε έναν αντίλογο στη γραμμή της επίσημης, μετά την ήττα, Αριστεράς (π. χ. Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Σαδδουκαίοι Κατσαρού), όσο και εκείνους που τους χαρακτήριζε η τραγικότητα μιας υπαρξιακής αγωνίας (π.χ. Καρούζος), αλλά και τον «μοναχικό καβαλάρη» Μίλτο Σαχτούρη που, είτε φανερά είτε υποδορίως, επηρέασε τους πάντες και τα πάντα.

Θα μπορούσες να αναφερθείς σε θέματα και καταστάσεις που σε κινητοποιούν ποιητικά;
Η ποίησή μου, σε όλες της τις εκδηλώσεις, είναι ανθρωποκεντρική. Με συγκίνησαν κατά καιρούς άνθρωποι ταπεινοί, άνθρωποι μοναχικοί, άνθρωποι υπερβατικοί, ονειρικοί, που είχαν μιαν αξεπέραστη δίψα για ζωή αλλά, παρά ταύτα, μέσα σε αυτό το σκληρό σύστημα των κοινωνικών αξιών, με τις περίεργες ταξικές του διαρθρώσεις, δεν τους επετράπη ούτε καν να ανοίξουν τα φτερά τους.

Ακόμη, με στιγμάτισαν τα τραύματα της παιδικής ηλικίας και, μεγαλώνοντας, ο πόνος, η «γενετήσια μοναξιά» και η αγωνία του τέλους.

Συμφωνείς ότι η ποίησή σου χαρακτηρίζεται από μία αφηγηματικότητα;
Η αφηγηματικότητα στην ποίησή μου δεν είναι τυχαία· είναι απόρροια της βαθύτατης αγάπης που τρέφω προς την πεζογραφία. Μάλιστα, τα πρώτα μου «ιχνογραφήματα» πάνω στο χαρτί ήταν πεζά κείμενα και όχι ποιήματα. Και σήμερα ακόμη, δεν έχω παραιτηθεί από την προσπάθειά μου αυτή, αλλά έχοντας ασκηθεί περισσότερο στην ελλειπτικότητα της ποίησης, δεν μου βγαίνουν «καθαρόαιμα» τα πεζά μου, με αποτέλεσμα να τα συμπεριλαμβάνω, εν τέλει, στις συλλογές μου, λόγω της αδιαμφισβήτητης -θέλω να πιστεύω- ποιητικής μου διαθέσεως.

Ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης στην ποίησή σου;
Ο ρόλος της μνήμης είναι πολύτιμος, σίγουρα, για μένα. Άλλωστε, αυτό δεν είναι και ένα από τα μεγαλύτερα χαρίσματα της ποίησης; Να κρατάει, δηλαδή, μέσα της, άσβεστο και ζωντανό ό,τι για πάντα χάθηκε, ό,τι για πάντα την ύπαρξή μας ολόκληρη σημάδεψε ή να φέρνει πάντα κοντά μας ανθρώπους αγαπημένους, που ήδη απ’ τη ζωή έχουν φύγει; Θέλω να ξέρεις ότι προσωπικά πιστεύω πως η περιουσία των ανθρώπων μας που χάθηκαν, είναι η μνήμη μας και μόνο η μνήμη μας. Και εγώ όταν έφευγαν τους ορκίστηκα, τους το υποσχέθηκα, ότι όσο αντέχω, όσο θα είμαι σε θέση, δεν θα τους αφήσω ποτέ στον κόσμο ετούτο ούτε για μια στιγμή «ακτήμονες».

Τι δεν είναι, δεν μπορεί να είναι ποίηση, για σένα;
Ποίηση πιστεύω ότι δεν είναι αυτή η απέραντη «καλολογία» που μας κατακλύζει από ανθρώπους που νομίζουν αυτή την τόσο επώδυνη τέχνη εύκολη υπόθεση, από ανθρώπους τρυφερούς, έστω, αλλά ανυποψίαστους, από ανθρώπους που, κατά βάθος, είμαι βέβαιος ότι δεν την αξιολογούν -την ποίηση εννοώ- ως αξεπέραστη εσωτερική τους ανάγκη τόσο, όσο ως «κοινωνικό αξεσουάρ». Αυτό με ενοχλεί αφάνταστα και με πληγώνει βαθύτατα.

* Από εδώ: https://tapoiitika.wordpress.com/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%8D%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82/teuxos1-sunenteukseis/?fbclid=IwAR2XzB6lMzC5-V9qJMpbs2Y1yuw6C5NbPbEtOfFECyFtTlgapHU3GlIISc4

Μια ποιήτρια καταθέτει: Συνέντευξη με την ποιήτρια Ιωάννα Διαμαντοπούλου

Ο ποιητής είναι ο κύριος των λέξεων, οι λέξεις είναι γύρω από τον ποιητή και περιμένουν μια πνοή, ένα σφύριγμα, ένα νεύμα, για να καταταχτούν σε ένα ποίημα

Του Αντρέα Πολυκάρπου

Η ποιήτρια Ιωάννα Διαμαντοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Ζει και εργάζεται στη Γερμανία ως μαθηματικός. Η τελευταία της ποιητική συλλογή «Στρατός ξυπόλητων λέξεων», εκδόθηκε το 2018 από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Πώς αντιμετωπίζετε την ποίηση: ως μια ταυτότητα ή ως μια ετερότητα μέσα στη σύγχρονη ζωή;
Η ποίηση μπορεί να είναι και τα δύο κατά την άποψή μου. Ταυτότητα ή ετερότητα έχουν ως μεταφορικό μέσο την ποίηση, οδεύοντας προς τους άλλους ή μόλις γυρνώντας από κει με ένα βαρύ φορτίο που τελικώς δεν αποδόθηκε, μια και καθ’ οδόν διαπιστώθηκε μια απόκλιση από το κοινό συναίσθημα. Ξεκινάς για τον άλλον πολλάκις, απευθύνεσαι, αναζητάς την ασφάλεια και τον καθησυχασμό της ταυτότητας. Όταν όμως νιώσεις τη μοναξιά του σχοινοβάτη μέσα στο πλήθος, τότε συνειδητοποιείς την ετερότητα και στρέφεσαι πιο πολύ προς εαυτόν. Δεν είναι μισανθρωπικό αυτό. Με περιστρεφόμενα κάτοπτρα παίζουμε, κλέφτες της πραγματικότητας καταλήγουμε όλοι, είτε της ταυτότητας είτε της ετερότητας, είτε του μονολόγου είτε του διαλόγου, σκοτεινοί τύποι είμαστε, που στην πλειοψηφία μας τρεφόμαστε με δράματα. Ίδια ή αλλότρια.

Ο ποιητής είναι μια περσόνα γύρω από τις λέξεις ή λειτουργεί με έναν ενστικτώδη ορμεμφυτισμό;
Ο ποιητής είναι ο κύριος των λέξεων, οι λέξεις είναι γύρω από τον ποιητή και περιμένουν μια πνοή, ένα σφύριγμα, ένα νεύμα, για να καταταχτούν σε ένα ποίημα. Ίσως προαιώνιο. Ίσως ζωντανό, νεκρό ή νεκραναστημένο. Συνήθως τίποτε καινούριο, συνήθως κάτι με τη ζεστασιά του γνωστού. Ο ποιητής είναι ο κύριος των λέξεων. Τις καλεί να τον υποστηρίξουν όταν βαριά συναισθήματα πρέπει να φορτωθούν για αλλού. Πολλάκις μέσα στη νύχτα.

Μπορεί η τέχνη να κλείσει τις πληγές των ανθρώπων μέσα σε μια ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική;
Ας είμαστε ευχαριστημένοι με προσωρινή επούλωση πληγών. Και μια και μιλάμε για πληγές, αναφερόμενη στον Σινόπουλο, να επισημάνω τη δυσπιστία του με τα ξένα χέρια πάνω στις πληγές του «γιατί έχουμε πολλές πληγές, γι’ αυτό το χέρι πρέπει να ’ναι καθαρό που θα περάσει επάνω…» Κάπως έτσι ο στίχος όπως τον θυμάμαι. Όχι, δεν πιστεύω στην ίαση μέσω της Τέχνης, πιστεύω στην παρηγοριά. Η ταύτιση είναι μια παρηγοριά, μοιράζει δίκαια τον πόνο. Ή σε περίπτωση αδυναμίας ταύτισης, η μοναξιά της διαφορετικότητας παράγει δίπλα σου έναν στρόβιλο αλαζονείας, στο τέλος νιώθεις λίγο πιο πάνω από όσους δεν σε κατανοούν και, κατοικώντας επί συννέφων, δεν διακινδυνεύεις γήινες συγκρούσεις. Καλό είναι αυτό, αλλά τελικά δεν θεραπεύεσαι.

Πιστεύετε ότι ακολουθείτε το δρόμο άλλων ποιητών ή ακολουθείτε μια μοναχική πορεία μέσα στη γραφή σας;
Πιστεύω ότι όλοι πορευόμαστε και μαζί και μόνοι. Και αυτό καλό είναι. Μόνο με το «μαζί» χάνει ο άνθρωπος την ιδιαίτερη οσμή του. Πρέπει ο άνθρωπος, ποιητής ή μη, να ασκείται στη μοναχικότητα. Δεδομένου ότι η αρχή και το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τόσο μοναχικά, φεύγοντας από αυτά με την ψευδαίσθηση της διαφυγής, χάνεσαι σε οδούς τεθλασμένες που θα σε κάνουν μεν στιγμιαία να ξεχάσεις τη μοναχικότητα της ύπαρξης, η οποία όμως δεν παύει να υφίσταται. Όταν αναγκαστείς να την αντιμετωπίσεις απροετοίμαστος, το πρόσωπό της δεν θα σου είναι τόσο οικείο, θα σου φανεί μάλλον σκληρό. Και μαζί λοιπόν γιατί είναι ωραίες οι παραλληλίες, αλλά και μόνοι για να γλείφουμε κατ’ ιδίαν τις πληγές μας.

Ποιες εικόνες κρατάτε μέσα σας από τη ζωή σας; Ποιές εικόνες με άλλα λόγια εφορμούν στη γραφή σας;
Κάποιες εικόνες ταξιδεύουν μαζί μου χρόνια, διστακτικές αυτές, διστακτική κι εγώ μαζί τους. Ίσως κάποιων την ύπαρξη να αγνοώ… Εικόνες που διατηρούν την αυτονομία τους και αρνούνται πεισματικά τη μετάλλαξή τους. Υπάρχουν και εικόνες-βομβιστές, εξωτερικά ερεθίσματα που εκβιάζουν τον λόγο, που δημιουργούν πρόωρους τοκετούς. Τα προσωπικά αποθηκευμένα βιώματα υπάρχουν πάντα, δεν βιάζονται, είναι βραδείας ανάφλεξης και πολύ επιλεκτικά όσον αφορά τους συνδυασμούς ή την ανάμειξή τους σε ένα ποίημα. Δηλαδή εικόνες υπάρχουν από προσωπικά βιώματα, αλλά και εξωτερικής παρατήρησης αποτελέσματα που κάποιες φορές συμπράττουν.

Ποια ερωτήματα καλείται να απαντήσει ο ποιητής διαχρονικά αλλά και στο παρόν που ζούμε;
Ο ποιητής καλείται να απαντήσει πάντα τα ίδια ερωτήματα. Οι ανθρώπινες σταθερές είναι οι ίδιες, ίδια ο πόνος, η θλίψη, η χαρά, η φύση – αν και πολύ ταλαιπωρημένη… προϊόντος του χρόνου όλο και περισσότερο. Τα ερωτήματα δεν ευτυχούν πάντα απαντήσεων. Απλώς δεν υπάρχουν απαντήσεις για όλα. Καλό είναι όμως η ποίηση να θέτει και ερωτήματα, να αφυπνίζει συνειδήσεις. Αναρωτώμενος υπάρχεις.

Ποιο το νόημα της λέξης στην ποίηση; Μια απλή μορφή έκφρασης ή ένα ψυχικό αποτύπωμα;
Η κάθε λέξη αντιστοιχεί σε ένα ψυχικό αποτύπωμα. Πρόκειται περί αμφιμονοσήμαντης αντιστοιχίας, το ψυχικό αποτύπωμα ψάχνει, βρίσκει και γαντζώνεται πάνω στη λέξη που του ταιριάζει και αντιστρόφως. Στο κοινό ψάξιμο συναντώνται καθ’ οδόν.

Είναι η ποίηση το καταφύγιο του ανθρώπου;
Η ποίηση είναι καταφύγιο και για τους γράφοντες και για τους αναγνώστες. Με μία εντατική ανάγνωση παράλληλου καταγεγραμμένου συναισθήματος, το αναβιώνεις, το αναζητάς αν είναι κρυμμένο, νιώθεις τη χαρά της εύρεσης όταν το ανακαλύπτεις, συμμετέχεις. Δεν είναι γέννα η ανάγνωση ποίησης, είναι όμως υιοθεσία. Επίσης σημαντική. Όσον αφορά τους γράφοντες ποίηση, εναποθέτουν σε λόγια το βαρύ φορτίο που κουβαλούν ή -να το πω αλλιώς- με μοχλό τη γλώσσα, μετακινούν συναισθηματικούς όγκους… κάπως έτσι.

Μπορεί ο κόσμος να ζήσει ποιητικά;
Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει αναμφισβήτητα ποιητικά. Αυτό βέβαια απαιτεί περισσότερη επαφή με τον εαυτό, άνοιγμα ενός δρόμου ανάμεσα σε αυτό που σκέφτεται και αυτό που νιώθει. Ο ποιητικός δρόμος είναι σε μεγάλα τμήματά του μοναχικός και ο άνθρωπος πρέπει να μπορεί να αποσύρεται από τη συνάφεια του κόσμου και των συναναστροφών, παίρνοντας μαζί προς επεξεργασία τις παρατηρήσεις του. Έτσι μόνο μπορεί κανείς να ακούσει τις εσωτερικές του φωνές. Εύκολο λοιπόν δεν είναι. Σε έναν κόσμο που σου προσφέρει τα εύκολα, γιατί να διαλέξεις τα δύσκολα – σκέφτονται πολλοί. Ή δεν σκέφτονται καν. Δρουν προς ευκολία τους. Αντιποιητικά.

*Αναδημοσίευση από εδώ: https://www.newsbomb.com.cy/perissotera/story/738868/mia-poiitria-katathetei-synenteyxi-me-tin-poiitria-ioanna-diamantopoyloy?fbclid=IwAR2E925C4GPZPO0YOd9tHw1_RruHm2sXozxcw38fnsvvp5AzqHmCo50ltzg

Γιώργος Μπλάνας: «Ο έρωτας γεννά συνεχώς ερωτήματα»

Φώτο: Βασίλης Μαθιουδάκης

Κυριακή Μπεϊόγλου*

«Οι ποιητές κοιμούνται σαν πουλιά/ μέσα στην αίσια γαλήνη των δασών…», γράφει ο Γιώργος Μπλάνας στο «Η ποίηση είναι μπουγάδα απλωμένη στην αυλή του παραδείσου».

Εγώ τον συνάντησα μέσα στο κέντρο μιας πολύβουης πόλης, ζητώντας του να μου πει ποιος είναι αυτός ο πάντα χαμηλών τόνων ποιητής που εκδίδει ακατάπαυτα ποίηση, μεταφράσεις σύγχρονων, κλασικών και αρχαίων έργων.

Ποιος είναι ο Γιώργος Μπλάνας που με τον δικό του πολύ προσωπικό τρόπο επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία έτσι όπως αυτός την αντιλαμβάνεται, με διάθεση παρηγορητική απέναντι στα δεινά του σύγχρονου ανθρώπου;

Κι ίσως έχει και τη διάθεση να μου αποκαλύψει κάτι για τους ποιητές που «το χιόνι απλώνει τα μαλλιά του/στα ξύλινα μάτια τους/κι ο ήλιος στεγνώνει τις σκέψεις τους/στα ξέφωτα».

● Κύριε Μπλάνα, από τα τόσα κείμενα που έχετε διαβάσει, δουλέψει, μεταφράσει, έχετε βρει κάποιο ενδεδειγμένο τρόπο να φιλοσοφείτε τη ζωή;
Κατά κάποιο τρόπο η φιλοσοφία είναι πανούκλα…

Τι εννοείτε;
Η φιλοσοφία είναι ένας τρόπος σκέψης που φτιάχνει μοντέλα. Επιμένει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αυτά τα μοντέλα.
Ευτυχώς τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα έγινε μια τομή που λέγεται Χάιντεγκερ. Οταν ο Χάιντεγκερ άρχισε να φιλοσοφεί, επιστρέψαμε στην προσωκρατική φιλοσοφική σκέψη.
Φιλοσοφία είναι για μένα αυτό που έκανε ο Ηράκλειτος, όχι ο Πλάτωνας. Ο Πλάτωνας δημιούργησε παράδοση. Η νεότερη φιλοσοφία αυτής της παράδοσης θεωρεί το «Συμπόσιο» ένα πάρεργο.
Σπουδαίο έργο θεωρεί την «Πολιτεία». Είναι ένα έργο ανατριχιαστικό, το οποίο όμως ξεκαθαρίζει, εξηγεί, τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο Πλάτωνας, τη λογική του.

Γιατί επιλέξατε τη βιβλιοθηκονομία;
Ηταν η μόνη σχολή που δήλωσα. Το 1976 μπήκα. Το βιβλίο για μένα είναι φετίχ.
Αυτό έγινε γιατί ήταν μέσα στο σπίτι η γιαγιά μου, που με μεγάλωσε. Μια γιαγιά μόλις 39 ετών. Χήρα ενός «τεταρτοδιεθνιστή» τροτσκιστή. Τον σκότωσαν στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» οι Γερμανοί όταν απέδρασαν τα μέλη του ΚΚΕ από εκεί.
Καθώς με μεγάλωσε λοιπόν -αυτή η γιαγιά της ίδιας ιδεολογίας με τον παππού- είχα την αίσθηση ότι το βιβλίο ήταν ένα είδος σπλάχνου του ανθρώπου.
Με τους σημερινούς όρους θα έλεγα ότι ο άνθρωπος είναι ένα cyborg του οποίου το μη βιολογικό μέρος είναι το βιβλίο. Η γιαγιά μου και η μητέρα μου με προμήθευαν βιβλία.

Και τι βιβλία διαβάζατε;
Δεν διάβασα παιδικά βιβλία. Αν εξαιρέσεις τον Ιούλιο Βερν. Στη Δευτέρα Δημοτικού διάβασα το «Ο γέρος και η θάλασσα» του Χέμινγουεϊ.
Αυτό βρήκαν στο χαρτοπωλείο της γειτονιάς, έγραφε επάνω και Βραβείο Νόμπελ, και μου το πήραν! Και να σκεφτείς ότι ήταν αγράμματοι άνθρωποι, η γιαγιά μου δεν πήγε ποτέ σχολείο.

Εδιναν περισσότερο έμφαση και σημασία στα γράμματα οι άνθρωποι εκείνων των γενιών;
Μεγάλη έμφαση! Το θεωρούσε τιμή του ο κάθε άνθρωπος να στείλει τα παιδιά του στο Πανεπιστήμιο.
Τώρα είναι σχεδόν ατιμωτικό να μην περάσει το παιδί σου στο Πανεπιστήμιο, άλλο αν πολλά παιδιά δεν πάνε καν να γραφτούν ή τα παρατάνε στη μέση των σπουδών!
Μεγάλο θέμα αυτό! Πάντως αν σκεφτεί κανείς πως ακόμα και στα πανηγύρια πάντα υπήρχε ένας πάγκος που πουλούσε βιβλία και μάλιστα κλασικά: Ντοστογιέφσκι, Ουγκό, ο «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ και άλλα πολλά.
Είναι αδύνατο ως παιδί να μην πέσει το μάτι σου πάνω τους. Το κάθε παιδί, όχι μόνο εγώ, γιατί φαντάζομαι πως δεν τους μεγάλωσε όλους μια γιαγιά που τους μάθαινε τη Διεθνή πριν τους μάθει να κάνουν τον σταυρό τους!

Φαντάζομαι πως ο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ σάς έκανε μεγάλη εντύπωση ως παιδί για να βάλετε αργότερα στην πρώτη ποιητική σας συλλογή τον τίτλο «Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή»…
Αυτό που λέει: Η ζωή είναι ένα είδος τετάρτου τροχού σε μια άμαξα. Σαν ρεζέρβα δηλαδή. Μεγάλη κουβέντα! Μου έμεινε ο μύθος.
Αν το καλοσκεφτούμε, ποιος άλλος δημιούργησε έναν τόσο μεγάλο, δυνατό και θεμελιώδη μύθο;

Τι καταλάβατε λοιπόν τελειώνοντας αυτό το βιβλίο;
Το προδρομικό οικολογικό θέμα κατ’ αρχήν. Εγώ είχα ένα μεγάλο θέμα με τη φύση, ήθελα να βλέπω ουρανό, να βλέπω δέντρα, στην πλατεία που παίζαμε βλέπαμε την Ακρόπολη!
Αν δεν έχει πατήσει ο άνθρωπος ξυπόλυτος μέσα στη λάσπη, αν δεν έχει πιάσει με τα χέρια του ένα σκουλήκι μέσα από το χώμα, δεν μπορεί να νιώσει αυτή την εμπειρία που στήνει ξαφνικά μέσα του μια δομή ολιστική κάνοντάς τον να νιώθει ο ίδιος μέρος της φύσης.
Ακόμα κι αν η φύση αντικατασταθεί από μια εικονική φύση, πάντα διατηρεί μέσα του αυτή τη δομή. Δηλαδή, τη σέβεται.
Αυτός ο σεβασμός είναι η μόνη δυνατή άμυνα απέναντι στην εικονική πραγματικότητα.

Το πρώτο ποίημα πότε το γράψατε;
Δευτέρα Δημοτικού. Εγραψα τον Εθνικό Υμνο του Διονυσίου Σολωμού! Τι εννοώ;
Παρά το ότι γινόταν πόλεμος, μάχες, για να με βάλουν να γράψω και να διαβάσω, εγώ έγραψα όλες τις στροφές του Υμνου τρεις ή τέσσερις φορές…

Γιατί το κάνατε αυτό;
Διότι ζήλευα! Ζήλευα που εκείνος είχε γράψει αυτό το πράγμα κι όχι εγώ! Στην αρχή αρχή της ποίησης υπάρχει ο μάγος και αυτό που δεν μπορεί να ερμηνευτεί. Εκανα αναπαράσταση, μίμηση. Αυτή η τελετή με ηρεμούσε κάπως.

Γιατί διαλέξατε τον Λόρενς Φερλινγκέτι για να μεταφράσετε πρώτο;
Ηταν η εποχή! Μια επαναστατική εποχή παρ’ όλο που εγώ στον τρόπο ζωής μου ήμουν πάντα συντηρητικός.
Επαιξε ρόλο και η γνωριμία μου με τον Λεωνίδα Χρηστάκη που έβγαζε ένα αντιεξουσιαστικό περιοδικό, το «Ιδεοδρόμιο».
Διάβασα Φερλινγκέτι και μου άρεσε για τη μαχητική ποίησή του και τον λυρισμό του. Το δεύτερο βιβλίο σ’ αυτή τη σειρά ήταν Κάμινγκς.
Υπήρχε όμως κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, ο Κάμινγκς, ο Κάρλος Ουίλιαμς και άλλοι ήταν σαν μεγάλα πουλιά που άνοιξαν τις φτερούγες τους και έκλεισαν μέσα την μπίτνικ γενιά.
Αυτό, η συνέχεια, είναι μια αρετή της αμερικανικής λογοτεχνίας και κουλτούρας.
Να φανταστείς ότι ο ομπζεκτιβιστής, μινιμαλιστής Ουίλιαμς κάνει πρόλογο σ’ ένα ποτάμι ρομαντισμού όπως είναι το «Ουρλιαχτό».

Και πώς βγήκε η πρώτη σας ποιητική συλλογή;
Με προτροπή του Λεωνίδα Καφάογλου που είχε τις εκδόσεις «Υακίνθη». Θυμάμαι την πλακέτα όταν βγήκε, καταπληκτική. Αλλά να σας πω κάτι, εγώ πάντα πήγαινα γωνία γωνία.

Γιατί πηγαίνατε γωνία γωνία; Εκ χαρακτήρος;
Αυτά τα πράγματα είναι τα απομεινάρια του μπολσεβικισμού. Δηλαδή ό,τι και να γινόταν, μένει μια φωνή μέσα σου που σου λέει: Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου και διάβαζε πολύ. Και στο σπίτι η αλαζονεία ή ο κομπασμός ήταν νοσηρό πράγμα.
Ακόμα κι ο πατέρας μου που ήταν διάσημος στην περιοχή ήταν χαμηλών τόνων.
Οταν κομπάζεις, ό,τι βγει από το στόμα σου γίνεται ένα όχημα και υπάρχει ο κίνδυνος να το πάρεις από πίσω.
Να πεις δηλαδή, είμαι ο επόμενος νομπελίστας, να το πιστέψεις, να καταστρέψεις κι αυτά τα πράγματα που κάνεις, και στο τέλος να γίνεις γελοίος.

Γιατί ήταν διάσημος ο πατέρας σας;
Ηταν ποδοσφαιριστής στην ομάδα του Αιγάλεω. Από το 1949 έπαιζε μπάλα. Με τον Εμφύλιο δηλαδή.
Θυμάμαι που μου έλεγε μάλιστα ότι σε έναν αγώνα με τον Αστέρα Τρίπολης όταν έβαζαν γκολ σηκώνονταν οι κομμουνιστές και ζητωκραύγαζαν, αγκαλιάζονταν με τους ταγματασφαλίτες -που μάλιστα πυροβολούσαν και στον αέρα για να το γιορτάσουν- και όταν έβγαιναν έξω από το γήπεδο άρχιζαν να τους κυνηγάνε! Αλλος τόπος το γήπεδο.

Πάντως η πρώτη σας ποιητική συλλογή έτυχε πολύ καλής υποδοχής…

Είχα την τύχη να έχω πολύ καλούς κριτικούς σε όλη την πορεία μου. Κριτικούς που δεν ήξερα, δεν γνώριζα.
Αυτοί οι άνθρωποι με τις κριτικές παρατηρήσεις τους με βοήθησαν να γίνω καλύτερος. Τους οφείλω πολλά.

Σήμερα υπάρχουν τέτοιοι βιβλιοκριτικοί;
Υπάρχουν αυτοί που υπήρχαν. Εχει ανέλθει και ένα είδος που κυρίως κάνει βιβλιοπαρουσίαση με κάποιες λίγες κριτικές παρατηρήσεις. Βεβαίως σε όλα αυτά τα πράγματα γίνεται και κατάχρηση.
Από την αρχαία Αθήνα ακόμα, πάντα υπήρχαν οι διάσημοι, που προσπαθούσαν να επιβάλουν τη δουλειά τους, που προσπαθούσαν να επιβληθούν.
Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους λέει κάτι πολύ ωραίο: Ερχεται ο καθένας, αφήνει μια κουτσουλιά και το ονομάζει θεατρικό έργο!

Στο ποίημά σας «Αναπόφευκτη ανθηρότητα» λέτε: «Αφέθηκα, δεν σκέφτηκα, μα ακόμη ελπίζω στην αναπόφευκτη ανθηρότητα»…
Την ανθηρότητα αυτή αρκετοί την αντιλήφθηκαν ως Θεό. Δεν θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω έτσι.
Είναι ο δημιουργός που έχει καρφωθεί στο μυαλό μας από τα χρόνια του Ομήρου και τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και φαίνεται πως ακολουθεί τους ανθρώπους σε όλες τις περιπέτειές τους.
Υπάρχει μια δημιουργική δύναμη που κάποιοι θεωρούν πως είναι έξω από το άτομο ή την κοινότητα, εγώ αυτό το θεωρώ αλλοτρίωση.
Ξέρω ότι υπάρχει μια δημιουργική δύναμη μέσα μας, γιατί είμαι ένα ον που δεν έχει διαφορές με τα άλλα όντα, κι αυτή τη δημιουργική δύναμη την έχουμε θεσμοθετήσει και τη χρησιμοποιούμε σαν κάθαρση στα πανηγύρια και στις τελετές.
Ακόμα και για μένα που δεν πιστεύω σε οντολογικό επίπεδο στην ύπαρξη του Θεού, πιστεύω ότι αν δεν υπήρχαν οι τελετές θα μαραζώναμε. Οι τελετές είναι κάθαρση!

Στη «Νύχτα» λέτε: «Σε θέλω, μου ανήκεις, σ’ αγαπώ», έχετε κατανοήσει τα πάθη του έρωτα; Αυτό το «μου ανήκεις» μοιάζει σαν μια ιδιοκτησία…
Νομίζω ότι ορισμένες λέξεις υπάρχουν ως γλωσσικά παιχνίδια. Είναι περιοχές, στοχαστικές πρακτικές.

Δεν υπάρχει και μια αλήθεια εκεί μέσα; Στο «μου ανήκεις». Γιατί διαλέξατε αυτή τη λέξη;
Βεβαίως! Κατά καιρούς ένα γλωσσικό παίγνιο προΐσταται και η λέξη αρχίζει και περιορίζεται. Π.χ. μεγαλώσαμε σε μια εποχή που η ηγεμονία ανήκει στο γλωσσικό παιχνίδι της πολιτικής και δη του μαρξισμού.
Η λέξη «ανήκω», η λέξη «ιδιοκτησία», ήταν ήδη στο τραπέζι σαν κάτι που δεν ήταν σωστό. Οταν λοιπόν χρησιμοποιώ μια «φορτωμένη» λέξη μπαίνει το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Οχι κτητικότητα στον έρωτα.
Αλλά να σας πω κάτι, έχει ρωτήσει κανείς τους ανθρώπους ειλικρινά πόσο κολακεύονται με αυτή την κτητικότητα που τους απευθύνει ο άλλος;
Αυτό που συμβαίνει με τον έρωτα είναι τρομερό. Θέλεις να ανήκεις, θέλεις να εξαφανιστεί οτιδήποτε πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο και να δημιουργήσεις μια καινούργια οντολογική κατάσταση, να υπάρχεις μόνο γι’ αυτό.
Αυτός ο οποίος θέλει τον άλλο κτήμα του στην πραγματικότητα θέλει να γίνει εκείνος κτήμα του άλλου, υπάρχει μια διαλεκτική στον έρωτα.
Αντιδρά με κτητικότητα εκείνος που έχει εκμηδενιστεί, που έχει παραδοθεί πλήρως στον άλλον. Είναι λεπτές ισορροπίες που δεν μπορούν να ρυθμιστούν.

Είναι το μεγαλύτερο «ψέμα»; Η μεγαλύτερη παραίσθηση;
Οχι, είναι μια καινούργια αλήθεια. Ο έρωτας γεννάει συνεχώς ερωτήματα. Υπάρχουμε επειδή υπάρχει. Είναι τόσο περίπλοκο θέμα που το μόνο που βοηθάει είναι να μην κάνεις αυτό που κάνει η κοινωνία.

Δηλαδή;
Η κοινωνία, για να αποφύγει τη σύγκρουση των μελών της με τη βία, θεσμοθετεί τη βία. Και τη δίνει κατά αποκλειστικότητα στο κράτος, προσπαθεί να θεραπεύσει τη βία με τη βία. Δεν γίνεται αυτό. Αυτό είναι παράλογο.
Αν προσπαθήσεις να συλλάβεις στο βάθος βάθος τον έρωτα στην ουσία του θα είναι σαν να προσπαθείς να θεραπεύσεις την αίσθηση του αντικειμένου που έχεις -διότι είσαι αντικείμενο- δίνοντας στον άλλο την αποκλειστικότητα του υποκειμένου.
Τα πράγματα είναι απλά στον έρωτα, υπάρχουν περιπτώσεις που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Ξαφνικά βρίσκεσαι σ’ ένα σπίτι μ’ έναν άνθρωπο εδώ και είκοσι χρόνια επειδή τον ερωτεύτηκες. Χωρίς να έχεις σκεφτεί πάνω σ’ αυτό το πράγμα!

Στο «Αυτοκράτωρ Ιουλιανός προς φιλόσοφον» λέτε: «Αυτοί που σιωπούν μένουν ανεύθυνοι μες τους αιώνες». Γι’ αυτό δεν μιλούν οι άνθρωποι για όσα συμβαίνουν; Μια τεράστια σιωπή έχει πέσει τελευταία…
Δεν μιλούν οι πολίτες. Καλώς σιωπούν. Μίλησαν πολύ προηγουμένως, σε διαδηλώσεις, σε συμπλοκές με την αστυνομία. Φτάσαμε στο σημείο άνθρωποι να χάνουν το φως τους από κλομπ.
Θα έχουμε αργότερα ίσως την ευκαιρία σε δημόσιο επίπεδο να δούμε τι έγινε και πώς. Χρειάζεται μια απόσταση.
Τώρα σιγήν ασυρμάτου. Αντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο να πέσουν θραύσματα πυραύλων στο κεφάλι μας.
Ο Ερντογάν απειλεί και δεν μας έχει πείσει η Τουρκία ότι δεν κυβερνάται από έναν τρελό. Πρέπει να ωριμάσουμε πολιτικά. Να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στο πολιτικό και στο ιδιωτικό, στο συναισθηματικό και στο δημόσιο.
Οι Ελληνες δεν αντιδρούν πια σαν να είναι στο καφενείο που όταν μπει κάποιος και τους προσβάλει υπάρχει περίπτωση να συμπλακούν.
Αυτά που έζησαν είναι ένα τεράστιο σοκ. Αν αντιδράσουν η αντίδραση αυτή ίσως σωριάσει την ελληνική δημοκρατία. Δεν εννοώ βέβαια τους θεσμούς, που έχουν πια αποδείξει τη δημοκρατικότητά τους.
Εχουν συμβεί πράγματα που καλό είναι να τα συζητήσουμε όταν πάρουμε μια ανάσα.

Στην «Αντιγόνη» (Γαβριηλίδης) που μεταφράσατε μέσα σε μια σειρά άλλων αρχαίων τραγωδιών, ο Σοφοκλής λέει για τη Θήβα: «Σ’ αυτή την πόλη όλοι είναι μόνοι, προσπαθούν να ευτυχήσουν αλλά δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν γι’ αυτό…», εξαιρετικά επίκαιρο και για την εποχή μας. Πώς οδηγούμαστε στη μοναξιά;
Με την απόφαση ή την απερίσκεπτη ιδέα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος ότι είναι δυνατόν να είναι μόνος του. Από φόβο, από υπέρμετρη φιλοδοξία ή από κούραση.

Στον «Προμηθέα Δεσμώτη», που επίσης μεταφράσατε σ’ αυτή τη σειρά, μπαίνει στα προλεγόμενά σας ένα ερώτημα που προκύπτει από τη φιλοσοφική σκέψη: Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του ουρανού;
Θα αναφέρω μια κουβέντα ενός ποιητή – αν συνέβη τώρα αυτός ο ποιητής να ασχοληθεί με την πολιτική και να μην τα κάνει όλα όπως πρέπει, αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι μεγάλος ποιητής.
Ο Μάο Τσε Τουνγκ είπε λοιπόν πως «ο ουρανός ανήκει στους άντρες και στις γυναίκες». Ο μισός ουρανός ανήκει στους άντρες και ο άλλος μισός στις γυναίκες. Τόσο απλά. Στον καθένα μας ανήκει ένα κομμάτι ουρανού.

Κύριε Μπλάνα, τελειώνοντας αυτή τη συνομιλία μπορείτε να μας πείτε τι βρίσκεται αυτή τη στιγμή πάνω στο γραφείο σας; Τι αφήσατε μισοτελειωμένο για να συναντηθούμε αυτή την Κυριακή το μεσημέρι;
Α, πολλά, μεταφράσεις κυρίως. Αλλά και κάτι δικό μου…

Θα μας πείτε κάτι απ’ το δικό σας;
Είναι ένα καινούργιο έργο. «Σχεδόν Επος» είναι ο τίτλος.
Ο Ομηρος έχει βάλει σε μια βάρκα τον Αχιλλέα με πολύ κρασί βεβαίως και οδεύουν προς τον ωκεανό. Θα συναντήσουν στην κόλαση νεκρούς που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.
Αρχίζει έτσι: Τον είδα να ’ρχεται σαν φλόγα/του κεριού μέσα στην νύχτα/κι ας έβραζε ο ήλιος στην άμμο το νερό-/μέρα μέδουσα στης Τροίας την ακτή:/διάφανη μήτρα των μικρών,/θεών, που αστράφτουν μεσημέρι /απ’ τα χαράματα, στον ιδρωμένο/ύπνο των κράμων. Προσπέρασε θαμπά /τις νεκρικές πυρές. Ενα σκυλί,/τρέκλισε την αγρύπνια του· άνοιξε/το στόμα να γαβγίσει: αιμόφυρτη σιωπή,/ανέβηκε απ’ τα σπλάχνα του-/σωριάστηκε, σπαρτάρισε.

*Από εδώ: http://www.efsyn.gr/arthro/o-erotas-genna-synehos-erotimata