Το μουντό Φθινοπωριάτικο απόγευμα που ο καυτερός ήλιος αποχαιρετούσε με τις χλιαρές αχτίνες του τη μεγαλούπολη Μελβούρνη, ο Νικόλας ανέβαινε με κόπο, ένα-ένα τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας που έμενε, για να μπει στο φτωχό διαμέρισμα, που του είχε -λόγω αναπηρίας- παραχωρήσει η κρατική υπηρεσία οικισμού, να ξαπλώσει στον καναπέ του, να ξεκουραστεί. Ο Νικόλας, κουραζότανε εύκολα, έστω κι από μια βόλτα στα μαγαζιά της γειτονιάς του.
Ήταν περί τα είκοσι ταλαίπωρα άτομα, που μοιράζονταν τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας αυτής. Ο Νικόλας έμενε στον δεύτερο όροφο και ήταν κοπιαστικό το ανέβασμα. Κουβαλούσε πολύ βάρος πάνω του, που τον δυσκόλευε στην αλλαγή των βημάτων του και στις κινήσεις του.
Ήταν κοντά πάνω από ένα και ενενήντα, φαρδύς και πλατύς, με αδύναμα πόδια λόγω κάποιας δυσμορφίας από ατύχημα, που με κόπο κρατιόταν όρθιος για πολλή ώρα. Σχεδόν σε κάθε σκαλοπάτι κοντοστεκόταν και έπαιρνε βαθιές ανάσες ακουμπώντας στους τοίχους.
Εκείνο το απόγευμα, ανεβαίνοντας, κοίταζε δεξιά κι αριστερά, πάνω-κάτω, μπροστά- πίσω, με αργές κινήσεις, σαν να ´βλεπε για πρώτη και τελευταία φορά όλα τα πράγματα: ανθρώπους που φλυαρούσαν στο δρόμο, τα δέντρα που ´ριχναν τους ίσκιους τους στη γη, τα πουλιά που φτερούγιζαν, τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο και όλα λες και τα αποχαιρετούσε. Σαν να ´λεγε αντίο στην αδιάφορη γειτονιά, που τα τελευταία είκοσι χρόνια τον ήξερε και συχνά τον συναντούσε.
Έβγαινε αραιά και που, από το διαμερισμά του, για προμήθειες και για άλλες αναγκαίες υποχρεώσεις του, κι όταν τελείωνε, γρήγορα-γρήγορα επέστρεφε στο σπίτι του, στην πολύχρονη μοναξιά του, να ξαπλώσει, να ξεκουραστεί.
Μια λερωμένη κι άστατη κουζινίτσα, ένα ξεφτισμένο σαλονάκι κι ένα σκουρόχρωμο δωματιάκι, ήταν το μίζερο κονάκι του. Δυο παλιές τηλεοράσεις, η μια πάνω στην άλλη, που δυσλειτουργούσαν με βαρείς άχαρους ήχους, ένα παλιό ράδιο, που έφερνε βραχνιασμένο το ελληνικά τραγούδια, ένας βουλιαγμένος καναπές και μια βρώμικη πολυθρόνα, ήταν τα έπιπλά του.
Τα δυο μεγάλα παράθυρα του καθιστικού του, ήταν πάντα με τα στόρια κατεβασμένα και λίγο φως έμπαινε μέσα. Οι τοίχοι, απ´ άκρη σ´άκρη ήταν καλυμμένοι με εικόνες βλοσυρών Αγίων και διάφορες αφίσες παλαιοημερολογίτικου θρησκευτικού περιεχομένου, που όλα μαζί σάλευαν απελπισμένα στις αμυδρές κιτρινιάρικες φλογίτσες του σκουριασμένου καντηλιού, που πάντα έκαιγε σε μια αραχνιασμένη γωνίτσα του σαλονιού.
Εκεί ήταν το ασκηταρειό, όπου ο Νικόλας, αποξενωμένος και διωγμένος από τη γυναίκα του και την πολυμελή οικογένεια των τεσσάρων παιδιών του, περνούσε τον καιρό του, με συντροφιά τη μοναξιά, τα τελευταία είκοσι χρόνια του. Δεν είχε φίλους και ούτε έκανε παρέα με κανέναν. Ήθελε να ζει μόνος.
Πριν καλά-καλά κλείσει τα 17 χρόνια, στο τέλος του 1964, άβγαλτος, άπειρος, έπαιρνε το δρόμο τον αγύριστο της ξενιτιάς. Ήτανε λεβεντόπαιδο ο Νικόλας. Πρώτο ανάστημα, μεγάλα κι όμορφα καστανά μάτια, κυματιστά μαλλιά και μελαχρινή επιδερμίδα. Χαρούμενο, γελαστό, αγνό παλικάρι της ελληνικής υπαίθρου, γόνος μιας αυταρχικής οικογένειας και παιδί μιας κλειστής κοινωνίας. Δοκίμαζε την τύχη του στη Μελβούρνη κάπου εκεί στο Richmond.
Παντρεύτηκε γρήγορα-γρήγορα, απέκτησε τέσσερα παιδιά αλλά λόγω ατυχήματος δεν μπορούσε να δουλέψει όπως θα ήθελε για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της πολυέξοδης οικογένειάς του. Γι’ αυτό και είχε παραιτηθεί και είχε αφήσει την τύχη του, στα χέρια της κρατικής φροντίδας…
Δεν ήταν και πολύ μεγάλος ο Νικόλας. Μόνο 56 χρονών ήταν, αλλά ήταν πολύ άρρωστος. Χοληστερίνη, σάκχαρο, μεγάλη πίεση, αρθριτικά και άλλες αρρώστιες, τον βασάνιζαν και τον είχαν καταβάλει. Δεν πολυνοιαζόταν για την υγεία του και άφηνε, όπως συνήθως έλεγε, τον εαυτό του και την τύχη του στα χέρια του Θεού.
Πριν μερικές εβδομάδες, τον είχα επισκεφτεί να του κάνω συντροφιά και να μιλήσουμε για θέματά του λόγω της δουλειάς μου. Του είχα αγοράσει και γνήσιο λιβάνι από ελληνικό μαγαζί. Είχε καταντήσει να είναι πολύ θρήσκος ο Νικόλας. Είχαν εισχωρήσει παλαιοημερολογίτες και τον είχαν κατακτήσει.
Σε συζητήσεις μας, πάντα μου μιλούσε με ζέση για τη ματαιότητα της ζωής, για τον παράδεισο των ουρανών, την αιώνια ζωή και την επικείμενη Δευτέρα παρουσία, που δεν την έβλεπε και πολύ μακριά…
Εκείνο το βράδυ, ο Νικόλας, είχε την αίσθηση ότι κάποιος ανεπιθύμητος παρείσακτος θα ερχόταν στο διαμέρισμά του, κάποιος θα τον επισκεπτόταν τη νύχτα. Κάτι σημαντικό θα του συνέβαινε, κάτι που δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Φοβήθηκε και προσπάθησε ν ´αμυνθεί με ό,τι του ήταν μπορετό. Διπλοκλείδωσε την πόρτα του, έβαλε πίσω της και την αυτοσχέδια μπάρα που ο ίδιος είχε φτιάξει.
Κοίταξε πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, έψαξε κάτω από το κρεβάτι του και σ´ όλα τα απόκρυφα μέρη που μπορούσαν να κρύψουν κάποιον. Εκτός από μερικές θρασόμυγες στο λεκιασμένο ταβάνι, δεν υπήρχε μέσα τίποτα άλλο, καμία ζωντανή ψυχή. Έφτιαξε μια μεγάλη κούπα, νες καφέ και κατάκοπος σωριάστηκε στον φθαρμένο καναπέ του…
Έκλεισε τα κουρασμένα μάτια του και αμέσως παρουσιάστηκε σαν άγγελος φτερωτός μπροστά του, η πονεμένη μάνα του. Άπλωσε το ανάλαφρο χέρι της, του σκούπισε με το τσεμπέρι της τον ιδρώτα και του χαϊδεψε το μουσκεμένο μέτωπό του. Να και το φτωχόσπιτο του πατέρα του και πιο πέρα στον βαθύ ίσκιο της μεγάλης μουριάς τ´αδερφάκια του, να ρίχνουν χορτάρι και να ποτίζουν με τον κουβά, τις δυο τρεις γυδούλες και εκείνον τον τσινιάρη γάιδαρό τους. Να και η Δευτέρα Παρουσία πάνω απ´το κεφάλι του κι ο δίκαιος θεός με τον Υιόν του και τους αγγέλους τους, με τη ζυγαριά του, να ζυγίζει αμερόληπτος τα κρύματα των ψυχών, να τις χωρίζει δεξιά και αριστερά, άλλες να ανταμείβει και άλλες παραδειγματικά να τιμωρεί, στέλνοντάς τες στην κόλαση.
Άξαφνα, πάνω, αριστερά στον ώμο, αισθάνθηκε ένα θόρυβο, σαν κλέφτες να προσπαθούν να παραβιάσουν την πόρτα του. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να συνέλθει από την ταραχή και δέχτηκε μια γερή γροθιά στο στήθος του και, προτού προλάβει να πάρει ανάσα, δέχτηκε κι άλλες δυο πιο δυνατές.
Είπε να φωνάξει τη μάνα του: «Μάναααα, έλα με σκοτώνουνε! Γλύτωσέ με… έλα…», μα φωνή δεν έβγαινε από το ξερό λαρύγγι του. Έκανε να απλώσει το χέρι του, να πιάσει τα χέρια της που ήταν απλωμένα και τον γύρευαν, μα το χέρι του είχε παραλύσει και δεν κουνιόταν…
Ένα άλλο χτύπημα, πιο δυνατό αυτή τη φορά απ´ τα προηγούμενα, στο πάνω κορμί του αριστερά, τον αναδίπλωσε και τον πέταξε στα μπρούμυτα κάτω στο πάτωμα. Από δίπλα, στο καντηλάκι είχε σωθεί το λαδάκι του και η κίτρινη φλογίτσα τρεμόσβηνε, μέχρι που έπαιξε κανά-δυο φορές ανόρεξα. αποχαιρετώντας τα βλοσυρά πρόσωπα των Αγίων κι απότομα έσβησε μες στης νύχτας το σκοτάδι…
Προχώρησε, χωρίς να νοιάζεται η νύχτα. Οι τηλεοράσεις η μια πάνω στην άλλη, έσκουζαν βραχνιασμένες και το ράδιο έπαιζε παλιούς σκοπούς του Βαμβακάρη. Ήρθε εννιά η ώρα το πρωί και η γλυκιά φωνή της Ρένας Φραγκιουδάκη, (παραγωγός και εκφωνήτρια του 3XY Ράδιο Ελλάς), έβαλε το τραγούδι με το Νίκο Παπάζογλου «Εδώ κανείς δεν τραγουδά».
Οι συγκάτοικοι ξέγνοιαστοι ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες, οι γείτονες περνούσαν αδιάφοροι. Γέλια, φωνούλες παιδιών που πήγαιναν σχολείο, θόρυβοι και φρεναρίσματα αυτοκινήτων που έτρεχαν κάτω στο δρόμο, μα του Νικόλα, δεν του καίγονταν καρφί, κάτω στο λερωμένο πάτωμα…
Πέρασε μια μέρα, ήρθε και η άλλη κι η παρ´ άλλη, μέχρι που έγιναν έντεκα τον αριθμό. Γέμισε το σπίτι από την αποφορά της σήψης, ξεχείλισε, μέχρι που δεν τη χωρούσε άλλο κι από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών, έβγαινε με ζόρι έξω, να λευτερωθεί απ´ την κλεισούρα του σπιτιού…
Οι γείτονες πανικόβλητοι, ειδοποίησαν την αστυνομία, που με τη σειρά της ειδοποίησε την πυροσβεστική και όλοι μαζί, βρέθηκαν μπροστά σε μακάβριο θέαμα. Από σημειώματα και διευθύνσεις, βρήκαν και ειδοποίησαν την πρώην γυναίκα του, που πήγε για αναγνώριση του πρώην άντρα της, που αδίκως και σκαιώς είχε διώξει από το σπίτι τους.…
Για είκοσι ολόκληρα χρόνια, πολύ σπάνια δεχόταν επισκέψεις ο Νικόλας. Μόνον από μια κόρη του κι αυτή στη χάση και στη φέξη. Ο γιος του και τα αλλά κορίτσια του, ποτέ δεν τον είχαν επισκεφθεί και ούτε ήθελαν να ξέρουν για την ύπαρξή του. Ίσως να ´φταιγε ο ίδιος ο Νικόλας, για την απομάκρυνσή του γιου του και των άλλων παιδιών του, που φαίνεται να ζητούσαν από τον πατέρα τους, όλα όσα είναι υποχρεωμένος ο κάθε πατέρας να προσφέρει στα παιδιά του. Ο Νικόλας όμως λόγω αναπηρίας, δεν μπορούσε, γι’ αυτό στερήθηκε την αγάπη τους, αφού αναγκάστηκε να μένει μακριά τους…
Οι αρχές είπαν, ότι θα ταφεί σε κοινό τάφο, με τρεις-τέσσερις άλλους αζήτητους, λόγω έλλειψης χρημάτων.
Ω του θαύματος όμως.… Η αστυνομία, είχε βρει $7.865 μετρητά στο πορτοφόλι του Νικόλα. Ο Νικόλας, είχε προνοήσει για τα στερνά του. Σε σημείωμά του που βρήκαν μαζί με τα χρήματα έγραφε:
« … να δοθούν από χίλια δολάρια στο κάθε παιδί μου.»
Ήτανε αρχές Μαγιού του 2007, που ´ρχονταν τα χελιδόνια στην πατρίδα, που οι κάμποι πρασίνιζαν, που χαρούμενα τα πουλιά κελαηδούσαν και ερωτευόνταν στα δέντρα. Τότε,η κουρασμένη απ´ τα χρόνια ογδονταπεντάχρονη μάνα του Νικόλα, δέχτηκε την είδηση, για το φευγιό του μικρού της γιου…!
Like this:
Like Loading...