ΚΑΛΕΣΑΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣΑΤΕ
Λέμε κατά τις τέσσερις να δούμε
η μια την άλλη· θα συναντηθούμε
στο γωνιακό. Δεν είναι απλό· τρέχεις
να επιζήσεις ανάμεσα
στις υψηλές ηλεκτροφόρες τάσεις
της δυσθυμίας -δεν ξέρω αν θα φτάσεις-
κι εγώ ντανούλες χάους να μεριάσω-
Θα βρω τον δρόμο; Πορεία πώς χαράσσω;
εν μέσω σωληνώσεων δραμάτων
οικογενειακών θα μπουσουλάμε
εντέλει θα σε βρω και θα μιλάμε
λαλίστατη σιωπή μετά κομμάτων
-η στίξη πλήρης. Έκαστη επιστρέφει·
σε διάλειμμα απ΄ την αφωνία θρέφει
την τηλεφωνία
*
ΑΝΤΙΟ, ΚΥΚΛΩΠΑ
Τα δεκαέξι βαλιτσάκια μου κι εγώ
βροντούμε στα τσιμέντα αντίο και παίρνουμε
τους δρόμους. Στάζει το σπήλαιο
και τρέχουνε τα μάτια μας.
Μ’ αυτό το μάτι αγάπα μας, κλείνε μας
πού και πού το μάτι, ώσπου να φτάσουμε·
θα μας πάρουν τα χρόνια, θα ξυπνάς
θα κοιμάσαι, θα πηγαίνουμε ακόμα.
Στο διάβα μας θα βρούμε χρήματα
να καλέσουμε ένα ταξί, να μας φέρει
το γράμμα που λέει ποιο είναι το σπίτι μας.
Εσύ το έγραψες. Εμείς δεν πάμε.
Έχουμε δουλειά, καλέσαμε και νάνους, να γίνουμε πολλοί:
Όλοι μαζί, σε χαιρετάμε. Για να μας βλέπεις σε χαιρετάμε.
*Από τη συλλογή “Θαύματα στου Πολύφημου”, εκδ. Κίχλη, 2022.
Reblogged this on Manolis.