Μέρες με παιδεύει μια
φράση,
σ’ αυτόν τον κόσμο το ν’ αρνηθώ
ό,τι απαγορεύεται
είναι ισοδύναμο με το
ν’ απαρνιέμαι ό,τι επιτρέπεται;
Χρυσίζει η άνοιξη
κι ο λατρεμένος Καμύ
δεν προειδοποιεί μ’ ερωτήσεις
ούτε περιμένει απαντήσεις
που δεν εξαρτώνται απ’ αυτές
ψεγάδια που συγχωρούνται
όταν ανυπόμονη φθάνει η νύχτα
και τυλίγομαι στο περίκλειστο
φως απ’ τα μάτια σου
η όψη μου διάχυτη απ΄ τη
γυμνή ομορφιά σου
που φωλιάζει σ’ ανοιξιάτικα
υφάσματα.
Όχι, μ’ εσένα δε
χρειάζεται χρόνος για να
σκεφτώ
ν’ αναμασήσω τις ώρες
που κύλησαν μακριά σου
τις στιγμές ευτυχίας που
γλιστούν ανέμελες στο
ημίφως
όλες εκείνες που μ’ αναλογούν
και δεν έζησα
που επιμένουν με την αφή τους
να χαϊδεύουν τις μέρες μου.
Κάθε στίχος
κάθε ανύπαρκτο
σημείο στίξης
να προφυλάξω τις νύχτες
τυχαίες βεβαιότητες,
αγάπη μου,
είμαστε
ξένοι στο δικό τους
κόσμο.
*Από τη συλλογή “Συνήθεια να ξύνεις τις πληγές σου”, εκδ. Bibliotheque, 2014.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.