ΟΤΑΝ Ο ΛΥΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
Μεγάλωσα σ’ ένα ευτυχισμένο σπίτι
όπως όλα τ’ άλλα.
Ο πατέρας εργοδηγός στο πουθενά.
Η μητέρα πριμαντόνα,
αυτοκτονούσε κάθε βράδυ
στην τελευταία πράξη
με το μαργαριτένιο της κολιέ.
Όταν ο μπαμπάς έλειπε απ’ το σπίτι για δουλειές
ζωγράφιζα έναν ψεύτη ήλιο
στον ουρανό.
Ήμασταν τρεις αδερφές.
“Τι θα κάνουμε, αν έρθει ο λύκος και λείπεις;”
ρωτούσαμε τη μαμά.
“Έχει δικό του κλειδί” έλεγε
και μας φιλούσε για όνειρα γλυκά.
Όταν ο λύκος έφτασε στην πόρτα μας
ανεβάσαμε απ’ το πηγάδι το κατοχικό ραδιόφωνο.
Κάθε φορά που έλεγε:
Στη Μόσχα, αδερφές μου, στη Μόσχα.
Ξέραμε ότι ήταν η ώρα για το απογευματινό τσάι
*
ΞΑΦΝΙΚΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Όταν ξαφνικά βρέχει το καλοκαίρι
φοράω τις μαύρες μπότες
τις μαύρες μεταφορές
και βγαίνω έξω
να ελέγξω τα σύννεφα
να καπνίσω σιωπή
να πνιγώ
στο πορφυρό
φεγγαρίσιο
ποτάμι.
Όταν ξαφνικά βρέχει το καλοκαίρι
παθαίνω ενδόρρηξη
το νερό γίνεται μελάνι
γράφω μια λέξη
και περιμένω να μεταμορφωθεί
γράφω μια λέξη
και την κρύβω
στην κοιλιά μου.
Η λέξη είναι
το όνομά σου.
*Από τη συλλογή “Ο κήπος της ανυπακοής”, εκδ. Βακχικόν, 2021.