Α.
Κι αν φόρεσα στη ζωή μου τόσα υφάσματα.
Κι αν ένιωσα τα απαλά κασμίρ.
Κι αν γλίστρησα σε γυαλιστερά σατέν.
Κι αν με τύλιξαν δαντέλες λεπτοκέντητες.
Το τρυφερό πνίξιμο από τα εφτά σου τα πέπλα πάλι θα επέλεγα.
Πάλι και πάλι…
Α! Και πάλι.
Γ.
Θυμάμαι σ’ άρεσε να σε σερβίρουν.
Και χωρίς να θέλω και μήτε
το επιδιώκω καθόλου να
περιαυτολογήσω, κάτι τέτοιο
είναι η ειδικότης μου.
Μα δεν περίμενα τόσο
περίτεχνα να τακτοποιήσω
προς ευχαρίστησίν σου,
τη δική μου κεφαλή.
Δ.
Όλη μας η ζωή μετριέται στις διαδρομές.
Από τη Δαμασκό έως την Αθήνα,
γνώρισα τον μισό μου εαυτό.
Από την Αμμόχωστο έως τη Βικτώρια,
τον έχασα και πάλι τον βρήκα.
Τα βήματα, που κάναμε και τα αρώματα, που μυρίσαμε
και το αλκοόλ 0 ρέζους θετικό, που κυλάει στις φλέβες μας,
είναι ο δρόμος μας
και τα σημάδια, που κουβαλάμε στο κουρασμένο σαρκίο μας,
είναι οι διαδρομές μας.
Από την Αμμόχωστο έως τη Βικτώρια
Και από τη Δαμασκό έως την Αθήνα.
*Aπό τη συλλογή “Πολύ”, εκδ. Βακχικόν, 2023.