ΠΑΙΔΙ
Όση αγάπη χρειαζόμουν μου χαρίσανε.
Όμως από παιδιά
Τους ανθρώπους
Στη δουλειά τυραννούν.
Κι εγώ –
για τις όχθες έφυγα του Ριόν
κι έκοβα βόλτες,
χωρίς να κάνω τίποτα.
Θύμωνε η μαμά:
«Χαμένο παιδί!»
Απειλούσε ο πατέρας με το λουρί να με δείρει,
Κι εγώ,
ξετρυπώνοντας ένα κάλπικο τρίρουβλο,
έπαιζα στο φράχτη με τους στρατιώτες τα «τρία φύλλα».
Χωρίς το βάρος του πουκάμισου,
χωρίς των παπουτσιών το βάρος
ψηνόμουν στη ζέστη του Κουταϊσι.
Γυρνούσα στον ήλιο πότε την πλάτη,
πότε την κοιλιά –
ώσπου ο σβέρκος έτσουζε.
Ξαφνιαζόταν ο ήλιος:
Κι όμως –
έχει καρδούλα.
Προσπαθεί ο μικρός!
Πώς
Σ’ αυτό
το ρεβίθι
χωράω –
κι εγώ,
και το ποτάμι,
και τα πελώρια βράχια;!».
*
ΝΕΟΣ
Η νιότη έχει ασχολίες σωρό.
Γραμματικές μαθαίνουμε χαζότερα κι από τους πιο χαζούς.
Εμένα όμως
με πέταξαν από την Πέμπτη τάξη.
Με πήγανε να μάθω στις μοσχοβίτικες φυλακές.
Στο δικό μας
μικρόκοσμο
των διαμερισμάτων
για τις κρεβατοκάμαρες κατσαροί μεγαλώνουν λυρικοί.
Τι να βρεις σ’ αυτά τα λυρικά σκυλάκια;!
Εμένα
ν’ αγαπώ
με μάθαν
στο Μπουτιρκί.
Τι θέλω εγώ τη θλίψη για το δάσος της Βουλώνης;!
Τι θέλω εγώ τους αναστεναγμούς απ’ τα θαλασσινά τοπία;!
Εγώ
στο «Γραφείο Πενθίμων Τελετών»
ερωτεύτηκα
με το μάτι του κελιού 103.
Αυτοί που βλέπουν κάθε μέρα τον ήλιο,
το παίρνουν πάνω τους.
«Τι – δηλαδή – σημαίνουν αυτές οι αχτιδούλες;».
Μα εγώ
πίσω από τον τοίχο
για μια κίτρινη αχτίνα
θα τα ‘δινα τότε – όλα στον κόσμο.
*Μετάφραση: Χρήστος Τρικαλινός.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.