Gesta In Eutopia
•λιάδα από τα ποτά• και
Τα διάφορα• τα
Κερασμένα από το κάτω ράφι• τρεις
Και κάτι κουμπωμένοι
Γυροφέρνουν με χάχανα τη σερβιτόρα•τους
Κάνει πέρα ευγενικά• ε όχι – σου λέει –
Και με αλμπάνια που μυρίζουν
Χασανιές• με
Πιάνει στο γλυκό μπλα μπλα• και
Μάλλον το σκέφτεται για λίγο• αν
Αξίζει ή δεν• να το πιει μονορούφι•
Μια κοπανιά•
Το σπέρμα μου στην αποθήκη
Για ένα ψωροπενηντάρι• ώρες ώρες
Το νιώθω• αλλά μόνο ξενέρωτος•
Ότι είμαστε ένας σωρός
Από άθλια σκουλήκια
Που σέρνονται μέσα σ’ ένα σάπιο μήλο•
*
De memoria artificiale italica
•με κοίταζε λοξά• όταν με κοίταζε•
Λες και περνούσε
Τη σαλιωμένη κλωστή
Μέσα απ’ το μάτι μιας βελόνας• ” dammi
La pigione, Costantino! ” φώναζε•
Θυμωμένη• η σπιτονοικοκυρά μου•
La signorissima Raimona Quarta• νωρίς
Νωρίς• πάντα στο γλυκοχάραμα•
Βροντώντας την πόρτα για το νοίκι• 300χιλ.
Λιρέτες στο χέρι• για ένα δωμάτιο
Σ’ ένα χάρβαλο ετοιμόρροπο• που έτρεμε•
Στον πρώτο terrae motus
Et tremor adriaticus• απαίσιο•
Ακόμη κι όταν μπαινόβγαιναν
Τραγουδώντας• δυο όμορφα πλάσματα•
Οι κόρες της• μοιάζοντας
Σα να τις είχαν αφήσει κάποτε
Στο δάσος οι νεράιδες• μετά
Από χρόνια έμαθα
Ότι έφυγε
[Όπως κι ο σύζυγός της] από καρδιά•
Ίσως την ώρα που θα μετρούσε στενάχωρη•
Ένα ένα• τα λίγα κέρματα στην ταμειακή•
Στην Tabaccheria Del Corso• απ’ όπου
[Η μόνη φορά που ακούστηκε συγκινημένη]
Αντίκρυσε κάποια νύχτα
Όχι πολύ μακριά από τη Necropoli
Από ένα μικρό παράθυρο•
Καπνίζοντας Fortuna Blu•
Το παλιό θέατρο στις φλόγες• ενώ
Τώρα βλέποντας πίσω
Φέρνω στη μνήμη
Τόσους και άλλους τόσους
Που έκαψαν τη ζωή τους• ή
Την είδαν να φλέγεται•
Για μιαν ιδέα• έναν αγώνα• ή ένα τίποτα•
Και ποτέ δεν κύλησε κανένα δάκρυ•
*
“Pseudo-Blues”
[prose song “written on a toilet roll”]
•στον Πτι’ Ζαν Λεμπρί• τις
Νύχτες που του έλειπαν
Η πρέζα και η γυναίκα• ή
Τα άσχημα πρωινά
Όταν το κρύο περόνιαζε τα κόκκαλα
Στο Βίλλατζ• οι κομμουνιστές
Του έφταιγαν• και οι Εβραίοι•
Σσαλόμ• γιατί τέτοιοι ήταν πάντοτε•
Μα σσλομχά; Καθώς πίστευε• ελόγου
Τους• η μεγάλη πληγή της ανθρωπότητας•
Οι δράκοι που φυλάνε τις προαιώνιες
Πηγές του νερού
Και κρύβονται στην παραμύθα• και
Όχι γιατί δεν μπορούσε
Να στανιάρει με τίποτα απ’ τη στέρηση•
Λοιπόν τόσο λοξά σκεφτόταν
Κάπου κάπου• αλλά
Ας του δώσουμε συγχωροχάρτι• την
Ώρα που τηγάνιζε σε βούτυρο
Αβγά με μπέηκον
Και τα ονόμαζε γελώντας
“Νόστιμο ποίημα” • και μάλλον
Έτσι θα ήταν•
Σε κάτι ακαριαία κι αυτοσχέδια
Μπλουζ που όλες μαζί οι σάλπιγγες
Θα άξιζαν να ξεσηκώσουν•
Σ’ ένα τζαμάρισμα δίχως τέλος
Σ’ έναν πεζόδρομο βουερό με ταξίμια•
Φίσκα σε βιαστικούς διαβάτες
Και περαστικούς•
Που τώρα όμως ξέρουν• το έμαθαν
Καλά• ότι• όσα κι αν λέμε για παρηγοριά•
Ίσως να μην υπάρχει
Ζωή αληθινή πριν το θάνατο• ίσως
Να μην υπάρχουν ούτε καν τραγούδια
Που να μπορούν να μας χωρέσουν• εμάς
Τους κάποιους• τους παραμικρούς
Στο ελάχιστο μιας σκέψης•
*Η εικόνα της ανάρτησης: Hieronymus Bosch, The Garden of Earthly Delights.