Ι
να γελάσω τόσο
που ν’ αλλάξω σχήμα
ΙΙ
θα πάρω τ’ όνομά μου απ’ το Αυτονόητο
θα με λένε Ανόητο
ΙΙΙ
κατακρήμνιση στους παράληλους
μετά τον ζόφον τον βαθύν
και τας μακράς θυέλλας (4)
το άλλο σέλας
IV
ό,τι είδα
μεγάλη πέτρα
που εξαϋλώνεται
ό,τι κι αν βρίσκω
η επιμονή μου
αρκείται στο φως
V
με τιμωρεί το αίμα μου
VI
ένας
ένας άνθρωπος
ένας άνθρωπος έβγαλε τα μάτια του
ένας άνθρωπος έβγαλε με το χέρι τα μάτια του
πρώτα το ένα και το πέταξε στο πάτωμα
μετά το άλλο
βλέπω ένα ποίημα
VII
κατατρώγουσιν όρνια αυτόν και λέγη
δεν έχω λουλούδια στο πρόσωπο
VIII
παρατηρούσα για ώρες πώς έδενε κι έλυνε το κορδόνι
στο παπούτσι που δεν θα φορούσε
πώς θύμωνε με πρόσωπα ανύπαρκτα
δυστυχής για τότε
δυστυχής για πάντα
νήμα από οίηση
δυο κορδόνια – δεν θέλω πολλά
άφησέ με να ευτυχήσω ξεχνώντας
*Από τη συλλογή “χωρίς εαυτό”, εκδ. Έρμα, 2022.