ΑΠΟΥΣΙΑ
Όπως θρόιζαν τα φύλλα
στον κίτρινο δρόμο της νύχτας
θυμήθηκα
το σούσουρο της φωνής σου
τα πρωινά τραγούδια στην μπανιέρα
το χτύπημα στο κουδούνι
δυο τρεις καλές κουβέντες
κι ένα σημάδι στο στήθος
Θε μου, πόσο μόνοι είμαστε
ενώ σφυρίζουνε τα φύλλα
εγώ να σε θυμάμαι
*
ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ
Όχι όχι!
Δεν με πείραξε που είμαι
αριθμός
ούτε και με πειράζει
η μονάδα
Είναι η όχληση του λιακωτού
που μου τη δίνει
Αυτή η αίσθηση της αθεράπευτης προστασίας:
αλεξίσφαιρες βιταμίνες
αλεξίπονη πράξη
αλεξικέραυνα μνήμης
Σταματήστε πια!
Δεν φιμώνεται η βροχή
*
ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
ένα στόμα
χασμουριέται
όλο και μεγεθύνεται
όλο και ξεχειλώνει
μια μαύρη τουλίπα
στα πρώτα δόντια
λαχταρά παγωτό παυσίπονο
η κρέμα λιώνει μετά
γαργαλάει το σώμα
τη γλώσσα παγώνει
δεν βγάζει κιχ
μουδιασμένα χείλη
πάνω σε χαρτί
(ενός πνιγμένου οργασμού το αχ
το κρίμα της ποίησης σήμερα)
*Από τη συλλογή “εντωμεταξύ”, εκδ. Ενύπνιο, Αθήνα 2022.