Έχτιζα το κεφάλι σου εκατό χιλιάδες μέρες
Να εξέχει πάνω απ’ την έρημο του καθημερινού θανάτου
Αναρίθμητοι σκλάβοι ψήναν τα κόκκινα τούβλα της μορφής σου
Με ανεμόσκαλες από ηλιαχτίδες δειλινές ανέβαιναν οι χτίστες
Και με χρυσό ψηφιδωτό της νύχτας στόλιζαν τις κόγχες σου
Ύστερα χρυσουργοί εφάρμοζαν τα μάτια τ’ από κρύσταλλο και σάπφειρο
Κι εκείνα ταλαντεύονταν σαν την αόρατη κι αιώνια ζυγαριά
Που πάνω της ζυγιάζεται φωτιά και νερό
Τα στοιχεία του πάθους
Το στόμα σου το αληθινό ή της απατηλής λαλιάς
Αντιλαλούσε την ηχώ της αλμυρής κρήνης
Τέλος φυτεύτηκε το αρχαίο δέντρο των μαλλιών
Που μέσα του διαβαίναν βιαστικά τα καλοκαίρια
Τα πουλιά χιλιετηρίδες κελαϊδούσαν μέχρι που οι δυνατές του ρίζες φτάναν την καρδιά μου
Και την αφάνιζαν μ’ ένα φιλί
*Από τη συλλογή “Abendgesang”. Μετάφραση: Δημήτρης Π. Παπαδίτσας.
**Στη φωτογραφία της ανάρτησης έργο του Lyonel Feininger.