Ο χρόνος είχε σταματήσει
άνθρωποι αδιάφοροι
διέσχιζαν τα πεζοδρόμια
πετούσαν καμένα τσιγάρα
στον δρόμο ενοχικά
και βιαστικά επέστρεφαν
στην ατέρμονη πορεία τους.
Ξεχασμένοι
κάπου στο απρόσωπο φόντο
χαμένοι ναυαγοί της εποχής μας
μέσα στο αδίστακτο στροβίλισμα
απόκληροι των αστερισμών
ακίνητοι
να δίνουμε μορφή
και να κινούμαστε αυτοκτόνοι
προς την άβυσσο.
Σε ξέρω
ήρωα του φθινοπώρου
σε γνώρισα
προτού φύγεις
για τα απάτητα οροπέδια
ακολουθώντας το δειλινό.
Τώρα που σμίγει
το φως με το σκοτάδι
και η ζωή με τον θάνατο
άκουσε τη φωνή μου
για τελευταία φορά
ανάμεσα στα φύλλα
καθώς βραδιάζει
και στις τζαμαρίες
των μικρών καταστημάτων
παγώνει το χιονόνερο.
Μείνε λοιπόν αυτή τη νύχτα
στον θάνατο των άστρων
μόνοι και γύρω μας ο κόσμος
μέχρι να μας χτυπήσει το φως
και μετά χάσου
σε μια ορφανή μέρα του Σεπτέμβρη
χάσου
για να σε ξαναδώ μονάχα
αιχμάλωτο του πλήθους
στην επέτειο ενός πόνου
που αποκαθήλωσε τον ήλιο
όταν κάθε πίστη μου ξεψυχήσει
εκτεθειμένη δημόσια
στα βέβηλα βλέμματα των ανθρώπων.
Reblogged this on Manolis.