από ένα στενό μπαίνω σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο
: εδώ δεν παρέχεται κανένα αίσθημα ασφάλειας. εδώ δεν έχει όνειρα
και ευχάριστη νύστα.
σκέψεις παράταιρες στριμώχνονται ανάμεσα στην κούραση
και την ακαταστασία των βρόμικων λέξεων στους ξεφτισμένους τοίχους.
(καμιά φορά θυμάμαι τις μικρές αταξίες της σχεδόν όμορφης γυναίκας
–ήταν αρκετά νέα– με την ταπεινή οικογένεια
να την περιμένει στο σπίτι).
άφησα την ευτυχία του γαλήνιου σπιτικού μου.
ξεμάκρυνα απ’ τη μικρή σιγουριά της αγάπης που απαρνήθηκα
–για χάρη λίγης απόλαυσης.
στο πορτοφόλι ακόμα φυλάω τα πορτρέτα των παιδιών μου
κι ένα κομμάτι από μια οικογενειακή φωτογραφία.
απολαμβάνω το όνειρο μιας απλής ζωής στο στενόχωρο χωριό.
σκέφτομαι πως δεν είναι και τόσο άσχημα σ’ αυτήν εδώ την πόλη:
βρίσκεις ακόμα ζωή στα μηνύματα των αμαρτωλών εραστών. κι εσύ
έχεις ένα μέρος για να εξαπατάς και να κάνεις τις μικροαπατεωνιές σου.
μερικές φορές υπάρχουν λόγοι πολλοί για να ληστέψεις,
να σκοτώσεις και ό,τι άλλο θες –σε κάθε γωνιακό μαγαζί
πωλούνται εγχειρίδια και παλιά ημερολόγια στριμωγμένα
δίπλα σε αφίσες και ονειροκρίτες.
δεν είναι και τόσο άσχημα σ’ αυτήν εδώ την πόλη. είτε γίνεις ήρωας
είτε λωποδύτης το ίδιο είναι.
δεν χρειάζεται να φτιάχνεσαι και να ντύνεσαι ωραία.
η ζωή παραείναι απλή
–σίγουρα πάντως δεν χρειάζεται να ονειρεύεσαι.
*Μετάφραση από τα ινδονησιακά: Θανάσης Σουλτάτης.
**Από το τεύχος 28 του περιοδικού “Τεφλόν”.