{Λιπόθυμα τα άλογα των αποχρώσεων.
Το μαύρο μακρυγορεί στην ολομέλεια των νυχτερινών κήπων.
Αν και κάπου-κάπου, πέρα στον ορίζοντα μικροί κόκκινοι ύπεροι των φώτων της πόλης μού ρίχνουν άμμο στα μάτια.
Επιρρεπής στα ψέμματα, σας λέω πως απ’ το παχνί του δωματίου, βλέπω
στη διαγώνιο του Χάους απλωμένη των πλανητών την μπουγάδα• να στάζει αιωνιότητα και λευκούς ήχους.
Ή κάτι τέτοιο…
Τόσο υγρά τα μάτια της νύχτας που με κοιτούν απ’ το λυμένο μου παράθυρο.
Ας κοιμηθώ τώρα με εντιμότητα.
Αύριο, άλλη μια μέρα, που θα εξημερωθώ ξανά μ’ υπακοή.}