Τ’ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ
Τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον
κόσμο
είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα
στον ουρανό
και να ο μεγαλύτερος
με μια ανοιξιάτικη μαύρη γραβάτα
που χάθηκε μέσα σε σπηλιές θεόστραβες
καθώς κυλούσε παίζοντας
πάνω σε ανεμώνες κόκκινες
γλίστρησε
μεσ’ του θηρίου τ’ άγριου το ματωμένο στόμα
ύστερα ο άλλος μου αδερφός που κάηκε
πουλούσε κίτρινα βεγγαλικά
πουλούσε κι άναβε κίτρινα βεγγαλικά
–
Όταν ανάβουμε – έλεγε – φωτιά
θα διώξουμε από τους κήπους τα φαντάσματα
θα πάψουν να μολύνουν τους κήπους τα φαντάσματα
–
Όταν ανάβουμε – έλεγε – κίτρινα βεγγαλικά
μια μέρα θ’ ανάψει ο ουρανός γαλάζιος
κι ύστερα ο τρίτος ο πιο μικρός
που έλεγε πως είναι νυχτερίδα
γι’ αυτό αγαπούσε τα φεγγάρια
και τα φεγγάρια μια νύχτα τον εζώσανε
κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έκλεισαν
κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έπνιξαν
τον έλιωσαν γύρω-γύρω τα φεγγάρια
Τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον
κόσμο
είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα
στον ουρανό
*
Ο ΧΟΡΟΣ
Από τις πόρτες έμπαιναν ευτυχισμένοι στολισμένοι
άλλοι φορούσανε σπαθιά κι άλλοι μαχαίρια
κρατούσαν όνειρα ζεστά στα παγωμένα χέρια
όνειρα που έκαιγε ο πυρετός λουλούδια
πρόβαλαν στους καθρέφτες μενεξέδες
ωραία πρόσωπα με σταγόνες ασήμι
στο μέτωπο και στα μάγουλα
κόκκινα χέρια και τριαντάφυλλα πηχτά
ο έρωτας που έκαιγε ψηλά στις καπνοδόχες
ο έρωτας που έσταζε στου δρόμου το αυλάκι
ο έρωτας που βογγούσε κάτω απ΄ τα πατήματα
των παπουτσιών
ο ένας να κατέβει τρέμοντας ετοιμόρροπες σκάλες
ο άλλος να τις ανέβει τρέχοντας
για να προφτάσουν το αίμα να μην παγώσει
και την καρδιά να μη σκιστεί
ώσπου τα φέρετρα να γίνουν αύριο άσπρες βάρκες
και μέσα να τραγουδάνε ευτυχισμένοι οι νεκροί
*
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Πίσω από τις μαυροφορεμένες γριές
πίσω από την πλάτη τους
το άσπρο κρεβάτι
και πάνω καταμόναχο το μήλο
όπως και πριν από το μήλο
καταμόναχο ήταν το άνθος το λευκό
το σκίσαν με μαχαίρια και ψαλίδια
μ’ αίμα το πότισαν
και τώρα πάνω στο κρεβάτι
κείτεται σάπιο μήλο
γι’ αυτό ο άγγελος στην άκρη κάθεται
του κρεβατιού
πίσω από τις μαυροφορεμένες γριές
πίσω απ’ την πλάτη τους
ανοίγει τ’ άσπρα του φτερά
το χέρι απλώνει προς το μήλο
*Από τη συλλογή “Φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο” (1958)